Οι προοπτικές και οι εξελίξεις στην εγχώρια κτηματαγορά αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό την μακροοικονομική πραγματικότητα της χώρας. Συνεπώς, εξετάζοντας κάποιος, μεταξύ άλλων, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ακινήτων, διάφορους δείκτες κόστους κατασκευής και την τάση των επενδύσεων στον χώρο, μπορεί να εξάγει ορισμένα ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την δυναμική της αγοράς ακινήτων στη χώρα μας, αλλά και ασφαλή στοιχεία για το μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα.
Όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), ο γενικός δείκτης τιμών κόστους κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών (δείκτης εισροών) παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,1% το δ’ τρίμηνο 2020 συγκριτικά με τον αντίστοιχο δείκτη του δ’ τριμήνου 2019.
Όσον αφορά τον γενικό δείκτη τιμών έργων κατασκευής νέων κτιρίων κατοικιών, κατέγραψε αύξηση κατά 0,1% έναντι πτώσης 0,4% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, ενώ εμφάνισε άνοδο κατά 0,3% έναντι βελτίωσης 0,2% το γ’ τρίμηνο του 2020.
Ειδικότερα και στους δυο δείκτες, η ετήσια αυτή αύξηση οφείλεται στην αύξηση του δείκτη τιμών αμοιβής εργασίας κατά 0,8% και στη μείωση του δείκτη τιμών υλικών κατά 0,3%.
Την ίδια στιγμή ο μέσος δείκτης του δωδεκαμήνου Ιανουαρίου 2020 – Δεκεμβρίου 2020 παρουσίασε αύξηση 0,1% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του δωδεκαμήνου 2019.
Κατά γενική ομολογία, η επόμενη μέρα μετά την πανδημία προβλέπεται δύσκολη για τον κλάδο της κτηματαγοράς. Πολλά θα εξαρτηθούν από τα αντανακλαστικά των εμπλεκόμενων και τον ρυθμό των νέων επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ελληνική κτηματαγορά σε σύγκριση με τις ανταγωνιστικές αγορές, φαίνεται να έχει ακόμη μια σειρά αξιόλογων πλεονεκτημάτων.
H Ελλάδα έχει εξαιρετική γεωπολιτική θέση. Αποτελεί σταυροδρόμι μεταξύ τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Εξαιτίας της θέσης της είναι ένα από τα πιο σημαντικά κέντρα για το διεθνές εμπόριο, τη ναυτιλία και τον τουρισμό.
Η θέση στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, έχει ένα ακόμη πλεονέκτημα. Το μεσογειακό κλίμα με απαλούς, υγρούς χειμώνες και ζεστά, ξηρά καλοκαίρια. Δημιουργείται έτσι ο ιδανικός προορισμός για διακοπές δώδεκα μήνες τον χρόνο, αλλά και για εργασία. Πλέον ο κόσμος, λόγω της τηλεργασίας, μπορεί να εργάζεται σε μεγάλο ποσοστό από το σπίτι (WFH) και η Ελλάδα αναμφισβήτητά αποτελεί μια πολύ καλή επιλογή.
Σημαντικό πλεονέκτημα δίνει μετά βεβαιότητας και η pro-business πολιτική της κυβέρνησης και η φιλο-επιχειρηματική κουλτούρα που την χαρακτηρίζει.
Επίσης, στην Ελλάδα οι μακροπρόθεσμες τάσεις για τις τιμές και τα ενοίκια των ακινήτων δείχνουν πως κινούνται σε χαμηλότερα επίπεδα, συγκριτικά πάντα με τον μέσο όρο της Ευρώπης των 27. Συγκεκριμένα, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν σε 23 κράτη-μέλη, με την υψηλότερη αύξηση να συναντάται στην Εσθονία (+105,1 %) και την μεγαλύτερη μείωση στην Ελλάδα (- 31,0 %). Οι τιμές των ενοικίων, ωστόσο παρουσιάζουν αύξηση για 25 χώρες-μέλη και μείωση σε μόλις δυο χώρες. Στην Ελλάδα (-25,2%) και στην Κύπρο (-4,5%).
Στα πλεονεκτήματα καταγράφεται βεβαίως και η θετική άποψη για τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όταν σε διεθνές επίπεδο η αντίδραση είναι λιγότερο ικανοποιητική.
Σίγουρα υπάρχουν ακόμη περισσότερα θετικά που μπορούμε να εξετάσουμε και δίνουν στην χώρα ένα πιο ισχυρό brand name, ώστε η ελληνική κτηματαγορά να αποτελεί έναν αξιόλογο και ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.
Οι προβλέψεις είναι αισιόδοξες για την επόμενη μέρα του ελληνικού real estate. Ωστόσο, όσο η συντριπτική πλειονότητα των ξένων επενδυτών κουβεντιάζει και αξιολογεί την δυναμική της ελληνικής κτηματαγοράς και τι προοπτικές θα παρουσιάζει, η χώρα οφείλει να επιδείξει ετοιμότητα την στιγμή που οι τιμές θα αποτυπώνουν πλέον την νέα οικονομική πραγματικότητα.