Αισιόδοξα είναι τα μηνύματα που έρχονται από τους διεθνείς οργανισμούς, για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας. Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις του ΟΟΣΑ, η διεθνής οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς άνω του 5% σε ετήσια βάση, με πρώτες τις χώρες τις ΗΠΑ και την Κίνα, οι οποίες επωφελούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους ταχείς ρυθμούς των εμβολιασμών, αλλά και από φιλόδοξα προγράμματα οικονομικής ανάκαμψης. Όπως δήλωσε η Λόρενς Μπουν, επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, “… ήδη στα μέσα του 2021 επιστρέφουμε στους δείκτες ανάπτυξης που είχαμε πριν από την κρίση“, αναθεωρώντας επί προς τα πάνω τις προβλέψεις του διεθνούς οργανισμού στα τέλη Δεκεμβρίου, που προεξοφλούσαν ανάπτυξη 4,2%.
Μείωση των προβλέψεων για ανάπτυξη στη Γερμανία
Δεν συμβαίνει το ίδιο και για την Γερμανία, όπου το κλίμα είναι διαμετρικά αντίθετο με τα οικονομικά ινστιτούτα να αναθεωρούν, το ένα μετά το άλλο, προς τα κάτω τις προβλέψεις τους. Το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών IfO του Μονάχου μείωσε τις προβλέψεις του για ανάπτυξη στο 3,7%, ενώ τον περασμένο Δεκέμβριο έκανε λόγο για 4,1%. Το Συμβούλιο των “Πέντε Σοφών” για τη γερμανική οικονομία προβλέπει 3,1%, ενώ παρόμοια εκτίμηση – γύρω στο 3% – προβλέπει και το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας IW.
Πολλοί Γερμανοί εμφανίζονται δυσαρεστημένοι με τη διαχείριση της κρίσης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά και τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων, ενώ έχουν εγκαταλείψει τις ελπίδες τους για γρήγορη επιστροφή στην κανονικότητα. Οι ελπίδες για οικονομική ανάπτυξη μεταφέρονται στο 2022. Φωτεινή εξαίρεση αποτελούν οι γερμανικές επιχειρήσεις με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, οι οποίες επωφελούνται από τους υψηλούς δείκτες ανάπτυξης σε ΗΠΑ και Κίνα.
Η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ισχυρή
Αντιθέτως πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν υπό το βάρος των περιοριστικών μέτρων, όταν μάλιστα πολλές φορές καθυστερεί η εκταμίευση της υπεσχημένης οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ο Φρίντριχ Χάινεμαν, αναλυτής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών ZEW του Μάνχαιμ (ZEW) εκτιμά ότι “μέχρι ενός σημείου η απογοήτευση είναι αναμενόμενη, καθώς η πανδημία διαρκεί πολύ περισσότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις”. Από εκεί και πέρα η σύγκριση με τους ταχείς ρυθμούς εμβολιασμών στο Ισραήλ ή στη Μ.Βρετανία οδηγεί σε εύλογα συμπεράσματα.
Για τις καθυστερήσεις στην Ευρώπη ο ίδιος ο Χάινεμαν εντοπίζει μεγαλύτερες ευθύνες στις Βρυξέλλες, παρά στις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά πιστεύει ότι “τόσο η κεντρική κυβέρνηση, όσο και τα ομόσπονδα κρατίδια ευθύνονται για τη βραδεία υλοποίηση της στρατηγικής περί εμβολιασμών. Ο Γερμανός οικονομολόγος επισημαίνει το γεγονός ότι η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ισχυρή και αναφέρει ότι αυτό “αποτελεί επιτυχία της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, περιλαμβανομένης της γενναιόδωρης- ίσως μάλιστα και υπερβολικά γενναιόδωρης- στήριξης για την αγορά εργασίας”.