Η αντικατάσταση του ΔΛΠ 39 με την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 άλλαξε το πλαίσιο των λογιστικών αρχών σχετικά με την αναγνώριση και επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών μέσων και ειδικότερα της μεθόδου απομείωσης αυτών. Η επίδραση της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9, όπως αναμενόταν, είχε σημαντικές επιπτώσεις στα οικονομικά μεγέθη των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η εφαρμογή του IFRS 9 στις ελληνικές τράπεζες, όπως αναλύεται στην παρούσα εργασία, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, καθώς η παρατεταμένη οικονομική κρίση της χώρας συνέβαλε ώστε μεγάλο μέρος της πιστωτικής τους έκθεσης και του δανειακού τους χαρτοφυλακίου, να σχετίζεται με τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα (Non Performing Exposure, NPEs).
Οι σημαντικότερες αλλαγές που επιφέρει η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 σε αντικατάσταση του ΔΛΠ 39
Η πρώτη σημαντική αλλαγή στη λογιστική των χρηματοοικονομικών μέσων σχετίζεται με το γεγονός της μετάβασης από τους ορισμένους κανόνες (rules based) που επέβαλλαν τα ΔΛΠ, εν προκειμένω το ΔΛΠ 39, σε αρχές (principle based) που επιβάλλει το ΔΠΧΑ 9. Ουσιαστικά η χρήση των κανόνων που επέβαλλε το ΔΛΠ 39 θεωρήθηκε ως μη ενδεδειγμένη στο μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον και η χρήση των αρχών που επιβάλλει το ΔΠΧΑ 9 εκτιμάται ότι συμβάλλει στην ορθολογικότερη απεικόνιση των χρηματοοικονομικών μέσων, παρά το γεγονός ότι έχει κενά όσον αφορά τις κατευθυντήριες οδηγίες και κάθε επιχείρηση πρέπει να ορίσει ένα εύρος υποθέσεων και εκτιμήσεων βασιζόμενων στο ειδικότερο επιχειρησιακό της μοντέλο.
Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι οι μεγαλύτερες αλλαγές στη λογιστική των χρηματοοικονομικών μέσων επικεντρώνονται στη μεταγενέστερη επιμέτρηση (subsequent measurement) αυτών, η οποία βέβαια σχετίζεται με τον προσδιορισμό της απομείωσης, για τον υπολογισμό της οποίας, στη θέση των διαφόρων μοντέλων που πρότεινε το ΔΛΠ 39, το ΔΠΧΑ 9 προτείνει ένα ενιαίο μοντέλο, το μοντέλο των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών (expected credit loss model).
Ειδικότερα, το ΔΛΠ 39 όριζε τις κατηγορίες των χρηματοοικονομικών μέσων με βάση τον σκοπό απόκτησης κατά την αρχική αναγνώριση, καθώς και βάσεις για την επιμέτρηση αυτών. Το ΔΠΧΑ 9 εισάγει μια απλοποιημένη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία το επιχειρηματικό μοντέλο (business model) είναι η βάση για την αναγνώριση και επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών μέσων. Επιπλέον, με την υιοθέτηση του ΔΠΧΑ 9 καταργήθηκε η κατηγορία διαθέσιμα προς πώληση (available for sale) και τα χρηματοοικονομικά στοιχεία της κατηγορίας αυτής αναγνωρίζονται στην εύλογη αξία μέσω της Κατάστασης των Συνολικών Εισοδημάτων (ΚΣΕ) και πλέον οι αλλαγές της εύλογής αξίας και των προβλέψεων για αναμενόμενες ζημιές λαμβάνονται υπόψη κατά τη μεταγενέστερη επιμέτρησή τους. Η επιμέτρηση στην εύλογη αξία μέσω των αποτελεσμάτων παραμένει η ίδια στο ΔΛΠ 39 και ΔΠΧΑ 9.
Η απομείωση των χρηματοοικονομικών μέσων
Η σημαντικότερη διαφορoποίηση μεταξύ του ΔΛΠ 39 και του ΔΠΧΑ 9 έγκειται στον υπολογισμό της απομείωσης (impairment). Σύμφωνα με το ΔΛΠ 39, η απομείωση βασιζόταν στις πραγματοποιηθείσες ζημιές (Incurred Losses Model), ενώ το ΔΠΧΑ 9 καθιερώνει τον υπολογισμό της απομείωσης με βάση τις αναμενόμενες ζημιές (Expected Losses Model). Το μοντέλο αυτό, το οποίο ορίζεται και ως «conceptional model of loss allowance», επιτρέπει την αναγνώριση ζημιών ως πρόβλεψη για αναμενόμενες πιστωτικές ζημιές πριν αυτές προκύψουν. Προς την κατεύθυνση αυτή οι επιχειρηματικές οντότητες οφείλουν να έχουν αυξημένα κριτήρια υποθέσεων και πρόσθετων στοιχείων αξιολόγησης σχετικά με τις προσδοκίες τους.
Η αναμενόμενη πιστωτική ζημιά (ECL) ορίζεται ως η διαφορά ανάμεσα σε όλες τις συμβατικές ροές που είναι απαιτητές σύμφωνα με τη σύμβαση και όλες τις προσδοκώμενες ταμειακές ροές (δηλαδή όλες τις ταμειακές υστερήσεις ταμειακών ροών), προεξοφλημένη με βάση το αρχικό πραγματικό επιτόκιο.
Το ΔΠΧΑ 9 ορίζει ότι για τον υπολογισμό των αναμενόμενων ζημιών πρέπει να ληφθούν υπόψη σενάρια σταθμισμένα βάσει πιθανοτήτων που θα αφορούν την αναμενόμενη διάρκεια του χρηματοοικονομικού μέσου. Ο υπολογισμός βασίζεται στην εκτίμηση ενός εύρους εκτιμήσεων για το ύψος και τον χρόνο των ταμειακών ροών που θα εισρεύσουν.
Για τις απαιτήσεις σημαντικού ύψους για τις οποίες υφίσταται αυξημένος κίνδυνος ή έχει επέλθει αθέτηση η αξιολόγηση οφείλεται να γίνεται σε ατομική βάση.
Επιπτώσεις της εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9 στις ελληνικές συστημικές τράπεζες
Από την επεξεργασία των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων και εκθέσεων των τεσσάρων (4) ελληνικών συστημικών τραπεζών κατά τη χρήση του 2018 (περίοδος πρώτης εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9) προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα:
α) Ταξινόμηση και επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών μέσων
Η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 κατήργησε την προηγούμενη σύμφωνα με το ΔΛΠ 39 κατηγοριοποίηση των χρηματοοικονομικών μέσων σύμφωνα με τον σκοπό της απόκτησης αυτών, ωστόσο, όσον αφορά τον κανόνα επιμέτρησης, δεν διαφοροποίησε σημαντικά τις επιμέρους κατηγορίες. Σημειώνεται ότι η επιμέτρηση στο αποσβέσιμο κόστος φαντάζει ίδια, αλλά διαφοροποιείται στον υπολογισμό. Με το ΔΛΠ 39 οι ταμειακές ροές από τα χρηματοοικονομικά μέσα με τη χρήση του πραγματικού επιτοκίου διαιρούνταν μέχρι την περίοδο λήξης αυτών. Αντίθετα, σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9, διατηρείται η χρήση του πραγματικού επιτοκίου για προεξόφληση των μελλοντικών ταμειακών ροών και για τον υπολογισμό των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών για το χρηματοοικονομικό μέσο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με ΔΠΧΑ 9 τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα οποία αποτιμώνται στο αποσβέσιμο κόστος, ανήλθαν σε 84% του συνόλου έναντι 88% που ήταν σύμφωνα με το ΔΛΠ 39 και τα χρηματοοικονομικά μέσα, αποτιμώμενα στην εύλογη αξία μέσω καθαρής ή στην κατάσταση αποτελεσμάτων, διαμορφώθηκαν σε 8% και 7% έναντι 7% και 5% σύμφωνα με το ΔΠΛ 39. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλλε κύρια η αναταξινόμηση δανείων προς το Δημόσιο, τα οποία αναταξινομήθηκαν από το αποσβέσιμο κόστος στις κατηγορίες εύλογη αξία μέσω καθαρής και εύλογη αξία μέσω αποτελεσμάτων.
β) Ζημιές απομείωσης δανείων σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9
Η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και του μοντέλου των Expected Credit Loss (ECL) συνέβαλε στη δημιουργία από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες πρόσθετων προβλέψεων απομείωσης ύψους 6,2 δισ. ευρώ.
Οι πρόσθετες προβλέψεις απομείωσης των ελληνικών συστημικών τραπεζών προήλθαν από την απομείωση κατά 5,4 δισ. ευρώ του δανειακού τους χαρτοφυλακίου και κατά 728 εκ. ευρώ από την απομείωση των λοιπών χρηματοοικονομικών μέσων του ενεργητικού. Από το σύνολο των πρόσθετων προβλέψεων απομείωσης, ποσό 332 εκ. ευρώ αναταξινομήθηκε στα ίδια κεφάλαια και ποσό 423 εκ. ευρώ αναγνωρίστηκε ως αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση.
Αποτέλεσμα των πρόσθετων προβλέψεων ήταν η μείωση των ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών συστημικών τραπεζών κατά 5,4 δισ. ευρώ ή σε ποσοστό 17% των συνολικών τους ιδίων κεφαλαίων. Όσον αφορά την εξέταση ανά τράπεζα, η επίδραση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς το ποσοστό αυτό κυμάνθηκε από 11% έως και 23%.
γ) Κατάταξη πιστωτικών ανοιγμάτων με βάση τον πιστωτικό κίνδυνο (staging)
Το ΔΠΧΑ 9 εισάγει την υποχρέωση ταξινόμησης των πιστωτικών ανοιγμάτων σε στάδια (stages) για τους σκοπούς υπολογισμού της αναμενόμενης πιστωτικής ζημιάς.
Ειδικότερα, στο Στάδιο 1 (stage 1) ταξινομούνται εξυπηρετούμενα ανοίγματα τα οποία δεν έχουν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου σε σχέση με την αρχική τους αναγνώριση. Στο στάδιο αυτό οι αναμενόμενες ζημιές πιστωτικού κινδύνου αναγνωρίζονται με βάση την πιθανότητα αθέτησης εντός των επόμενων δώδεκα (12) μηνών.
Στο Στάδιο 2 (stage 2) ταξινομούνται εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα για τα οποία έχει υπάρξει σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου σε σχέση με την αρχική αναγνώριση.
Στο Στάδιο 3 (stage 3) ταξινομούνται τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα. Επισημαίνεται ότι στα στάδια 2 και 3 οι αναμενόμενες ζημιές πιστωτικού κινδύνου αναγνωρίζονται για όλη τη διάρκεια ζωής των χρηματοοικονομικών μέσων.
Σημειώνεται ότι το ΔΛΠ 39 όριζε την υποχρέωση γνωστοποίησης των δανείων και απαιτήσεων σε τρεις κατηγορίες: α) τα εξυπηρετούμενα δάνεια, β) δάνεια σε καθυστέρηση αλλά μη απομειωμένα και γ) τα απομειωμένα.
Όπως προκύπτει από τη σχετική ανάλυση σύμφωνα με το ΔΠΧΑ 9, οι ελληνικές τράπεζες αναγνώρισαν στο Stage 1 το 36% των πιστωτικών των ανοιγμάτων, στο Stage 2 το 15% και στο Stage 3 το 49%. Σημειώνεται ότι στις αντίστοιχες γνωστοποιήσεις, σύμφωνα με το ΔΛΠ 39, γνωστοποιούσαν ότι από το σύνολο των δανείων και απαιτήσεών τους το 46% κατατάσσονταν στα εξυπηρετούμενα, το 7% σε καθυστέρηση και μη απομειωμένα και το 47% στα απομειωμένα.
δ) Κάλυψη πιστωτικών ανοιγμάτων από προβλέψεις
Σύμφωνα με τις γνωστοποιήσεις επί των οικονομικών καταστάσεών τους, οι προβλέψεις που είχαν σχηματίσει οι ελληνικές συστημικές τράπεζες σύμφωνα με το ΔΛΠ 39 ανέρχονταν σε 47,4 δισ. ευρώ και αντιστοιχούσαν στο 23,4% του συνολικού τους δανειακού χαρτοφυλακίου. Οι εν λόγω προβλέψεις σχετίζονταν αποκλειστικά με τα δάνεια που είχαν ταξινομηθεί στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων και αφορούσαν κατά 15% στεγαστικά, κατά 36% καταναλωτικά και κατά 23% επιχειρηματικά δάνεια.
Κατ’ εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9, οι προβλέψεις απομείωσης των πιστωτικών ανοιγμάτων ανήλθαν σε 52,5 δισ. ευρώ και ο μέσος όρος κάλυψης διαμορφώθηκε σε 26%.
Όσον αφορά την ανάλυση ανά επιμέρους στάδιο (stage) και κατηγορία δανείων, oι μέσοι όροι κάλυψης διαμορφώθηκαν: α) stage 1 σε 0,8% (0,4% για τα στεγαστικά, 1,5% για τα καταναλωτικά και 0,9% για τα επιχειρηματικά), β) stage 2 σε 8,9% (6,5% για τα στεγαστικά, 24% για τα καταναλωτικά και 8,9% για τα επιχειρηματικά) και γ) για τα ανοίγματα στο stage 3 σε 50% (34,1% για τα στεγαστικά, 69,4% για τα καταναλωτικά και 54,0% για τα επιχειρηματικά).
ε) Επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών
Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία για τη χρήση του 2017, ο δείκτης Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών Κατηγορίας Ι (Common Equity Tier I, CET1) των ελληνικών συστημικών τραπεζών διαμορφώνονταν στις 31.12.2017 σε μέσο όρο στο 17%. Η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και ειδικότερα ο σχηματισμός των πρόσθετων προβλέψεων επιβάρυνε τον εν λόγω δείκτη, διαμορφώνοντάς τον στο 13,68%.
Ωστόσο, οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έκαναν χρήση της δυνατότητας που παρέχεται από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2017/2395 να αναγνωρίσουν σταδιακά την επίπτωση από την υιοθέτηση του ΔΠΧΑ 9 στα εποπτικά τους κεφάλαια και να συμπεριλάβουν στο Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET 1) ένα μέρος των αυξημένων προβλέψεων για πιστωτικές ζημιές ECL κατά τη διάρκεια μιας πενταετούς περιόδου που αρχίζει το 2018.
Συμπερασματικά, η εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 επέφερε σημαντικές αλλαγές στη λογιστική αναγνώριση και επιμέτρηση των χρηματοοικονομικών μέσων και είχε σημαντικές επιπτώσεις στα μεγέθη των ελληνικών συστημικών τραπεζών, καθώς, συνεπεία αυτού, αναγνώρισαν πρόσθετες προβλέψεις ύψους 6,2 δισ. ευρώ, οι οποίες μείωσαν κατά 17% τα ίδια κεφάλαιά τους και κατά 3,4% την κεφαλαιακή τους επάρκεια.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
IFRS Foundation: α) IAS 39 Financial Instruments: Recognition and Measurement, https://www.ifrs.org/issued-standards/list-of-standards/ias-39-financial-instruments-recognition-and-measurement/ β) IFRS 9 Financial Instruments, https://www.ifrs.org/issued-standards/list-of-standards/ifrs-9-financial-instruments/
European Banking Authority (EBA -2017). Final Report : Guidelines on credit institutions’ credit risk management practices and accounting for expected credit losses, https://eba.europa.eu/sites/default/documents/files/documents/10180/1842525/d769d006-d992-4202-8838-711a034e80a2/Final%20Guidelines%20on%20Accounting%20for%20Expected%20Credit%20Losses%20(EBA-GL-2017-06).pdf
Ετήσιες οικονομικές εκθέσεις : http://www.helex.gr/el/web/guest/company-fin.-statements
Το άρθρο προδημοσιεύτηκε στο accountancygreece.gr