Διαπραγματεύσεις για την επόμενη μέρα

Του Γιώργου Προκοπάκη*

Στο CNBC προχτές ο κ. Σταϊκούρας είπε πως θα αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους δανειστές/εταίρους για τους στόχους του 2021 – αλλά και πιο μακροπρόθεσμα. Ας δούμε το πλαίσιο.
Στην Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας πριν δύο εβδομάδες, η Κομισιόν κάνει και μια πρόβλεψη για το 2021, αναμένοντας πρωτογενές πλεόνασμα 0,7%. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 2,5% δημοσιονομικό έλλειμμα, παρά το rebound. Σωρευτικά, τη διετία 2020-21 το δημοσιονομικό έλλειμμα προβλέπεται στο 6% του ΑΕΠ. Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί, εκτός από μια θετική έκπληξη από τον τουρισμό, από δανεικά (αγορές, θεσμοί) και επιδοτήσεις. Τα δανεικά, προφανώς, επιβαρύνουν τη θέση μας.
Τα παραπάνω βάζουν την αφετηρία για τις διαπραγματεύσεις. Το πάρε-δώσε για το 2021 δεν θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Οι εταίροι με την πιστοποίηση της ελληνικής συνέπειας με την Έκθεση, καταθέτουν την εκτίμησή τους για το 2021. Τα δύσκολα είναι τα μετά το 2021. Η απόκλιση από τον συμφωνημένο το 2018 σχεδιασμό είναι τεράστια. Πολύ δύσκολα θα βρεθεί η Ελλάδα χωρίς το βαρίδι του 3.5% του ΑΕΠ του πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η απαίτηση υψηλού πλεονάσματος αντιμετωπίζεται εν μέρει – προφανώς με τη συναίνεση των εταίρων – με τα λογιστικά σχήματα στη σχέση κυβέρνησης-φορέων. Είναι εν γνώσει όλων πως κάπου 1,5% με 1,7% των πλεονασμάτων είναι μπαλαντέρ με τους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Το ανήγαγε σε τέχνη ο ΣΥΡΙΖΑ, το συνεχίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Γνώμη μου είναι πως το πρόβλημα δεν είναι αποσπασματικά η απαίτηση του 3,5%, αλλά η εύλογη απαίτηση των δανειστών για ταχεία επαναφορά στις ράγες που έχει συμφωνηθεί. Αυτό το “ταχεία” είναι το δύσκολο – τρία, πέντε, ή επτά χρόνια. Αυτό θα καθορίσει τους επί μέρους στόχους και περιορισμούς.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της επόμενης μέρας είναι οι περιορισμοί της ΕΚΤ. Σύμφωνα με τους κανονισμούς της ΕΚΤ η Ελλάδα δεν είναι επιλέξιμη για συμμετοχή σε ποσοτική χαλάρωση, ούτε οι τράπεζές μας έχουν πρόσβαση στη φθηνή ρευστότητα της ΕΚΤ. Οι περιορισμοί ισχύουν εφ’ όσον η Ελλάδα δεν αξιολογείται ως investment grade ή δεν είναι σε πρόγραμμα. Έχουν ανασταλεί προσωρινά λόγω της πανδημίας. Είναι ακριβώς αυτή η χαλάρωση των περιορισμών που έχει ρίξει τις αποδόσεις των ομολόγων από το 4,25% στο 1,45% και μπορούμε να δανειζόμαστε. Η χαλάρωση θα αναστραφεί υποχρεωτικά – οι κανονισμοί είναι συστατικό της νομισματικής πολιτικής. Εάν δεν έχουμε αναζωπύρωση της πανδημίας, το πιθανότερο είναι πως πριν το τέλος του 2020 θα έχουν αποκατασταθεί οι περιορισμοί ή θα έχει βγει χρονοδιάγραμμα στενού χρονικού ορίζοντα. Η κρίσιμη διαπραγμάτευση είναι με την ΕΚΤ – με τους δανειστές το πλαίσιο είναι σχεδόν καθαρό. Ο «Άη» Στουρνάρας δεν είναι σίγουρο πως μπορεί μόνος να γυρίσει το πράγμα. Οι επιλογές δεν είναι πολλές: (α) η Ελλάδα αναβαθμίζεται τρία σκαλοπάτια από τους οίκους, (β) μπαίνει σε πρόγραμμα.
Οπότε, επειδή δεν πρόκειται να αναβαθμισθεί σε «επενδύσιμη» η Ελλάδα τα επόμενα δύο χρόνια, η πραγματική διαπραγμάτευση με τους εταίρους είναι στην έννοια “πρόγραμμα”. Ας πούμε, να αρκεί η Ενισχυμένη Εποπτεία για πρόσβαση στα εργαλεία του ESM. Αυτό φαίνεται ως το απώτατο όριο που θα μπορούσαν να δεχθούν οι ευρωθεσμοί για τον ορισμό του «προγράμματος’.
Λόγω των παραπάνω, είναι παράλογη και ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα η δαιμονοποίηση του ESM και των εργαλείων του, μόνο και μόνο για να τη «βγουν» οι κυβερνητικοί στον Τσακαλώτο και στον Παππά. Αυτό που καταδικάζουν ως «μνημονιακό πισωγύρισμα» είναι συστατικό των αγριότερων ονείρων μας. Το «μας» αφορά όσους από τους ευρωπαϊστές ενδιαφέρονται και αγωνιούν για την ανάπτυξη και μια ευρωπαϊκή Ελλάδα. Όσοι βολεύονται με τη διανομή επιδομάτων για να εξασφαλίσουν επανεκλογή είναι «αυτοί».
——————–
*O Γιώργος Προκοπάκης είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων, πρώην καθηγητής στο Columbia University.