Ας μιλήσουμε με αριθμούς. Διότι υπάρχουν δύο τρόποι για να μελετήσει κανείς τις επιδόσεις μίας κυβέρνησης: O πολιτικός και ο αντικειμενικός.
Ας αφήσουμε λοιπόν, τον πολιτικό τρόπο στους πολιτικούς και τους πολιτικάντηδες κι ας μελετήσουμε τις επιδόσεις των σημαντικότερων κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης μέσα από επίσημα στοιχεία. Βέβαια, ακόμη και τα επίσημα στοιχεία μπορούν να επηρεαστούν από πολιτικές αλχημείες, αλλά και πάλι η εξέταση των επιδόσεων μίας κυβέρνησης μέσα από τους επίσημους αριθμούς είναι πιο ενδεικτική της πραγματικότητας.
Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή
Η αλήθεια είναι πως παρέλαβε από την Χούντα χρέος ίσο με 24% συν τα χρέη των διάφορων δημόσιων οργανισμών. Δεν υπήρχε βέβαια και κάποια τράπεζα που θα δάνειζε εύκολα μια δικτατορική κυβέρνηση. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το να μην θεωρηθούν τα δάνειά τους μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας «επαχθές χρέος» και κινδυνέψει η εξόφλησή τους.
Παρόλα αυτά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε λιγότερο από έναν χρόνο και εντελώς αναίμακτα, κατάφερε να δώσει στη χώρα νέο Σύνταγμα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε επίσης, να ξεκινήσει τις ενταξιακές διαδικασίες για να γίνει η Ελλάδα μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως και έγινε πράγματι ένα πλήρες μέλος της ενοποιημένης Ευρώπης.
Το δημόσιο χρέος την περίοδο της διακυβέρνησης του ανήλθε (από το 1975 έως το 1981, δηλαδή και τα δυο τελευταία χρόνια όπου η διακυβέρνηση της χώρας ήταν στα χέρια του Γεώργιου Ράλλη) σε 852 δις. δραχμές ή σε 2,4 δις. ευρώ ή στο 34,5% του ΑΕΠ.
Κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου
Η δημιουργία μεσαίας τάξης στην Ελλάδα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση. Παρέλειψε όμως να τους πει, ότι εκτός από δικαιώματα έχουν και υποχρεώσεις. Οι Έλληνες με κρατικά δανεικά, έμαθαν να καταναλώνουν περισσότερα από όσα παράγουν. Πάνω στον συγκεκριμένο πολιτικό πολιτισμό άλλωστε, βασίστηκε και πήρε μορφή ο σύγχρονος «Ελληναράς».
Τα χρόνια της διακυβέρνησής Παπανδρέου, το χρέος εκτινάχθηκε, διπλασιάστηκαν οι δημόσιοι υπάλληλοι σε θέσεις µη ανταποδοτικές για το κράτος, υπεραυξήθηκαν οι μισθοί τους, σπαταλήθηκαν χρήματα από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς (σπατάλησαν πάνω από 1 τρις. δραχμές) και φυσικά κρατικοποιήθηκαν χρεοκοπημένες επιχειρήσεις. Το χρέος τριπλασιάστηκε και από 2,4 δις. έφτασε στα 8,6 δις. και κατέληξε το 1989 στα 21,5 δις. ή σε ποσοστό του ΑΕΠ, 69,9 %.
Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη
Δεν δύναται μια κυβέρνηση να έχει πρωτογενές πλεόνασμα για δυο χρόνια και ύστερα να παρουσιάζει αύξηση του δημόσιου χρέους. Αυτό συμβαίνει, διότι το δημόσιο χρέος αυξάνεται πλασματικά όταν σε ένα προϋπολογισμό προσμετρούνται οι κρατικές εγγυήσεις των ΔΕΚΟ. Και αυτό ακριβώς έγινε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι κυβερνήσεις από το 1975 και με αποκορύφωμα το 1981 – 1985 προχωρούσαν εμμονικά σε κρατικοποιήσεις προβληματικών ΔΕΚΟ. Δεν τολμούσε κανείς να πει όχι στις επιθυμίες και στα σχέδια των σωματείων και των εργατοπατέρων.
Συμφέροντα, πελατειακό κράτος και διαπλοκή επιθυμούσαν κρατικοποιήσεις. Η χώρα κάποια στιγμή έφτασε να έχει περίπου 1500 κρατικούς οργανισμούς και υπηρεσίες. Δυστυχώς, παρά τις αξιόλογες προσπάθειες του Στέφανου Μάνου και ορισμένων άλλων εξαιρετικών πολιτικών, το πελατειακό κράτος, οι συντεχνίες και ο ανοιχτός πόλεμος στον ίδιο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει το έργο του. Το 1993 το δημόσιο χρέος είχε φτάσει στα 60,5 δις. ευρώ ή στο 111,6 % του ΑΕΠ.
Κυβέρνηση Κώστα Σημίτη
Από το 2001 και μετά έχουμε συνεχώς πρωτογενές πλεόνασμα, ενώ παράλληλα επί των ημερών του χρηματοδοτούνται από τα πιο μεγάλα δημόσια έργα. Για να υπάρχει λοιπόν, η επιθυμητή σύγκλιση με τους όρους της Ευρωζώνης, ώστε να μπει η χώρα στην Ο.Ν.Ε., η πολιτική Σημίτη με το creative accounting κεφαλαιοποιεί «τρύπες» και δημιουργεί ψευδώς (αλλά νομίμως) μια καλύτερη εικόνα της οικονομίας. Το 2003 το χρέος της Ελλάδας είναι 167,8 δις. ευρώ ή 97,4 % του ΑΕΠ.
Κυβέρνηση Κώστα Α. Καραμανλή
Με «ήπια προσαρμογή» εκτόξευσε το χρέος, αφού στην ουσία αύξησε το Κράτος ακόμη περισσότερο. Μισθοί και επιχορηγήσεις για όλα τα γαλάζια παιδιά έφτασαν το δημόσιο χρέος στο 129,8%. Το 2005 η χώρα είχε επιπλέον 1250 κρατικούς οργανισμούς και υπηρεσίες. Το 2009, το χρέος παρόλες τις προσπάθειες των κκ. Γιάννη Παπαθανασίου, Γιώργου Σουφλιά και Κωστή Χατζηδάκη είχε πλέον εκτοξευθεί στα 299,7 δις. ευρώ.
Κυβέρνηση Γιώργου Α. Παπανδρέου
Βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστη μπροστά στο βαρύ φορτίο που αποφάσισε να επωμιστεί. Είχε μειωμένα αντανακλαστικά με αποτέλεσμα να χαθεί πολύτιμος χρόνος που κατέστησε το δημόσιο χρέος μη βιώσιμο. Το 2011 το δημόσιο χρέος ήταν 170,6 % του ΑΕΠ.
Κυβέρνηση Λουκά Παπαδήμου
Απέφυγε την εθνική καταστροφή και φρέναρε το πρώτο κύμα «αγανακτισμένων» με αντάλλαγμα ένα απαραίτητο πρόγραμμα λιτότητας. Πέτυχε την μεγαλύτερη εθελοντική διαγραφή δημοσίου χρέους ιδιωτών πιστωτών (107 δισ. ευρώ) και κέρδισε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης αξίας 153,8 δις. ευρώ. Με προσωπική του παρέμβαση σταμάτησε τα σχέδια της τρόικας για δέσμευση της δημόσιας περιουσίας. Επί διακυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου η χώρα εξασφάλισε την λειτουργία των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων. Οι αναίτιες ωστόσο επιθέσεις εναντίον του καταμαρτυρούν το μέγεθος του λαϊκισμού στην χώρα μας
Κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά
Κατά την 19μηνη διακυβέρνηση Σαμαρά, η απόδοση της χώρας στην ανάπτυξη της οικονομίας έφτασε να είναι η τρίτη χειρότερη παγκοσμίως. Πίσω από εμάς ήταν μόνο το Νότιο Σουδάν και το Ιράν. Η φαινομενική μείωση είναι αποτέλεσμα του ποσού που διατέθηκε για την κάλυψη του χρέους. Διαφορετικά, το χρέος σε σημερινά επίπεδα θα είχε φτάσει στα 385 δις. ευρώ. Το 2014 το δημόσιο χρέος ήταν 319,6 δις. ευρώ ή 179,7 % σε ποσοστό του ΑΕΠ.
Κυβέρνηση Αλέξη Τσίπρα
Βασιζόμενη σε μια ρητορική καταστροφολογίας, θυματοποίησης και μαρξιστικής έμπνευσης και κάνοντας ολέθριες πολιτικές επιλογές, οδήγησε την χώρα στο χείλος του γκρεμού. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις καταπατήθηκαν. Επέβαλε αβάσταχτους φόρους που έπνιξαν την οικονομία. Κατά την τετραετία Τσίπρα, οι φορολογούμενοι φορτώθηκαν 44.5 δις. πρόσθετου χρέους.
Ανώτατος συντελεστής του ΦΠΑ, συντελεστές φορολογίας για όλους τους Έλληνες, μείωσε την έκπτωση φόρου για το αφορολόγητο μισθωτών και συνταξιούχων, αύξησε το φόρο για εισοδήματα από ενοίκια, αύξησε τους συντελεστές για την λεγόμενη εισφορά αλληλεγγύης, αύξησε τους φορολογικούς συντελεστές για τα κέρδη των επιχειρήσεων, όπως και για τα έσοδα από μερίσματα, αύξησε την προκαταβολή φόρου για ελεύθερους επαγγελματίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις από 50% σε 100%, αύξησε το συντελεστή του φόρου πολυτελούς διαβίωσης, αύξησε τον ΕΝΦΙΑ, αύξησε τους φόρους σε ποτά, τσιγάρα, καφέ και πετρέλαιο.
Επίσης, το χρηματοπιστωτικό σύστημα καταστράφηκε μη μπορώντας να εκπληρώσει τον ρόλο του. Αποκορύφωμα ήταν η επιβολή των capital controls, η αδυναμία σύναψης συμφωνίας με τους πιστωτές και οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας. Στα τέλη του 2018, το δημόσιο χρέος είχε εκτοξευθεί στα 334,7 δις. ευρώ. Σε ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 186,2% του ΑΕΠ.
Κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη:
Στο 200,7% του ΑΕΠ έφτασε το ελληνικό δημόσιο χρέος στο τρίτο τρίμηνο του 2021, ενώ σε απόλυτα ποσά αυξήθηκε στα 357,3 δις. ευρώ. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη από την πρώτη κιόλας στιγμή, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα.
Προσφυγικό, μεταναστευτικό, υγειονομικό, ελληνοτουρκικό, εργασιακό, ασφαλιστικό, ενεργειακό, αναπτυξιακό, ουκρανικό και φυσικά το οικονομικό. Άλλοτε τα κατάφερε με μεγάλη επιτυχία και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία. Όλα αυτά τα συσσωρευμένα προβλήματα ήταν που αύξησαν το δημόσιο χρέος κατακόρυφα. Το ευτυχές ωστόσο, είναι ότι οι αγορές εξακολουθούν να μας δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης, καθώς αντιλαμβάνονται πως οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι προς την σωστή κατεύθυνση.
Οι ακαμψίες που υπονομεύουν το μέλλον της χώρας
Στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας και όπως αυτή διαμορφώθηκε από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης έως και σήμερα, είναι φανερό πως υπάρχουν ακαμψίες που υπονομεύουν την απόδοση του συστήματος και το μέλλον της χώρας. Ακόμη και η πολιτική εκτροπή του νεοέλληνα αντικατοπτρίζεται σε αυτές τις ακαμψίες και σε μεγάλο βαθμό είναι η αιτία που τον οδήγησε στην πολιτισμική παρακμή και στην κρίση αξιών.
Για την πορεία μας δεν φταίει τίποτε άλλο παρά το γεγονός ότι, έχουμε διαμορφώσει τις συνθήκες εκείνες όπου μεταξύ άλλων, το φορολογικό σύστημα ευνοεί την φοροδιαφυγή, το κράτος έχει περισσότερους οργανισμούς και υπηρεσίες από όσους μπορεί να αντέξει, το τραπεζικό σύστημα είναι απόλυτα ελεγχόμενο από το κράτος και η χώρα είναι εγκλωβισμένη στις απαιτήσεις των εργατοπατέρων, των σωματείων και των πελατειακών σχέσεων.
Μέσα σε λίγες δεκαετίες «καταφέραμε» να μετατρέψουμε ένα αναποτελεσματικό σύστημα σε σύστημα εξουσίας και την ίδια στιγμή ο ίδιος ο νεοέλληνας έχει πλέον μετουσιωθεί σε έναν επηρμένο αρχοντοχωριάτη δίχως αξιακό κώδικα και Λογική.