Με αφορμή τα 200 χρόνια από την Eπανάσταση του 1821, παρατηρώ πως ξεκίνησαν εκ νέου διάφορες συζητήσεις για την σημαντική εκείνη περίοδο της ιστορίας μας. Μέσα από ένα γενικό πρίσμα, μπορούμε να πούμε πως αποσκοπούν στο να αναδείξουν ιστορικές αλήθειες. Ειδικότερα όμως από κάποιους, οι συζητήσεις αυτές αποσκοπούν στην αμφισβήτηση της ιστορίας όπως την γνωρίζουμε και κάθε φορά στοχοποιούν οτιδήποτε δεν εξυπηρετεί το αφήγημα τους. Και κάπως έτσι φθάνουμε στο σημείο να τίθεται υπό επανεξέταση ο ρόλος που είχε διαδραματίσει η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Συζητήσεις που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από την μια ενισχύουν την διατήρηση της ιστορικής μνήμης και την απόκτηση εθνικής αυτογνωσίας και από την άλλη βέβαια προβάλλουν τα γεγονότα μέσα από παραμορφωτικούς φακούς και με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν κάθε φορά κάποιο συγκεκριμένο αφήγημα. Δυστυχώς, οι επίδοξοι «ιστορικοί» προσπαθούν να αποδομήσουν το ρόλο της Εκκλησίας ως κιβωτού σωτηρίας του έθνους και δεν διστάζουν μάλιστα να αμφισβητήσουν την πραγματικότητα.
Ευτυχώς όμως, η ιστορική πραγματικότητα έχει καταγράψει πως η Επανάσταση του 1821 είναι συνυφασμένη με τη θρησκεία. Όχι μόνο σε επίπεδο συμβολισμών, όπου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν το γεγονός ότι, σχεδόν όλες οι σημαίες που υψώθηκαν σε κάθε τόπο κατά την διάρκεια της Επανάστασης, έφεραν τον σταυρό επάνω.
Η Εκκλησία γνωρίζει από τον 18ο αιώνα τον σημαντικό ρόλο της ποιμαντικής της αποστολής, καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εξισλαμισμών χωρίς απαραίτητα την εφαρμογή βίαιων μέσων. Για αυτό άλλωστε με χαρισματικές προσωπικότητες, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός που εστάλη στην κεντρική και νότια Βαλκανική, η Εκκλησία προσπάθησε μέσω χριστιανικών κηρυγμάτων να ενισχύσει την παιδεία του ποιμνίου της και να σταματήσει τον εξισλαμισμό του.
Η αποστολή της Εκκλησίας ήταν ξεκάθαρη και ήταν η διάσωση του ποιμνίου της από την ισλαμική αφομοίωση και τον αφανισμό. Στο πλαίσιο λοιπόν του σημαντικού αυτού έργου, η ιεραρχία της Εκκλησίας αποδέχθηκε όρους και διευθετήσεις, αλλά ταυτόχρονα κατάφερε να διατηρήσει τον ρόλο της και να εργάζεται για τον σκοπό της.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λειτούργησε και ο Γρηγόριος ο Ε’, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όπου προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προστατέψει και να μορφώσει το ποίμνιο του. Ίδρυσε σχολεία και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, από το οποίο εκδόθηκαν μεταξύ άλλων και ο πρώτος τόμος της “Κιβωτού της Ελληνικής Γλώσσης”, πολύτιμο για την παιδεία του Γένους Λεξικό.
Ο Γρηγόριος μέσω της θέσης του, που είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ωστόσο, ότι είχε μόνο διοικητική υπόσταση για την Οθωμανική αυτοκρατορία, μιας και το ιερονομικό δίκαιο των μουσουλμάνων (Σαρία) δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη «νομικών προσώπων», αντιλαμβανόταν τα σημαντικά οφέλη που αποκόμιζε για το ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας. Την ίδια στιγμή καταλάβαινε πως μέσω της υποκριτικής υπακοής του στις επιθυμίες του σουλτάνου θα έσωζε χιλιάδες ζωές χριστιανών, καθώς έτσι ο τελευταίος δεν θα μπορούσε να συνδέσει την οποιαδήποτε εξέγερση με το Γένος.
Και πραγματικά, όταν ξέσπασε η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ αποφάσισε, υπό την πίεση των συμβούλων του και φανατισμένων μουσουλμάνων, τη σφαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, τη Σμύρνης και της Κύπρου. Ωστόσο, επειδή το Κοράνι απαγόρευε την τιμωρία αθώων για έκνομες ενέργειες τρίτων, απαιτήθηκε η έκδοση φετφά, η επίσημη γνωμοδότηση δηλαδή, επικυρωμένη από την ανώτατη δικαστική – θρησκευτική αρχή των Οθωμανών που θα διάταζε τη γενική σφαγή.
Παρά ταύτα, ο ανώτατος θρησκευτικός αρχηγός των Οθωμανών χρειαζόταν πειστήρια από τον Γρηγόριο, ώστε να υποστηρίξει την απόφαση του στον Σουλτάνο. Ο Γρηγόριος με τα μέλη της Συνόδου, υπέγραψαν κείμενο αφορισμού της Επανάστασης και το παρέδωσαν στον θρησκευτικό ηγέτη, σεϊχουλισμάλη Χατζή Χαλίλ Εφέντη. Με τον τρόπο αυτό ο Γρηγόριος, διαχώρισε την θρησκευτική ηγεσία από την επανάσταση και κατάφερε να προστατέψει το ποίμνιο του από τα αντίποινα στα οποία θα προέβαινε ο σουλτάνος.
Όταν όμως αργότερα έφτασαν στην Πόλη τα νέα για την εξέγερση στον Μοριά, η οργή του σουλτάνου εναντίον του Πατριάρχη δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ωστόσο, τον ρόλο του Γρηγόριου του Ε’ επιβεβαιώνουν και Τούρκοι ιστορικοί (βλ. Α. Μοσχόπουλου, «Η ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους εν αντιπαραβολή προς τους Έλληνας ιστορικούς», Αθήνα 1960, σ. 164 επ.), οι οποίοι αναφέρουν πως, ο Γρηγόριος ο Ε’ ήταν προδότης της εμπιστοσύνης του σουλτάνου και έπρεπε πράγματι να τιμωρηθεί. Διαφωνούν βέβαια με τον τρόπο που διάλεξε να τον τιμωρήσει ο σουλτάνος και την οργισμένη αντίδραση του.
Ο σουλτάνος την Κυριακή του Πάσχα, καθαίρεσε τον Γρηγόριο τον Ε’, διέταξε να τον περιφέρουν στον Πόλη, να τον φτύνει ο όχλος και να τον κακοποιεί. Στον τέλος τον κρέμασε από τη Μεσαία Πύλη του Πατριαρχείου διατάζοντας να μείνει εκεί κρεμασμένος, επί τρεις ημέρες. Κατόπιν παρέδωσε τη σορό του στον όχλο, που, αφού την έσυρε στους δρόμους, περιγελώντας και βρίζοντας, την έριξε στο Βόσπορο.
Όταν η Ευρώπη έμαθε για όλα όσα είχαν γίνει και για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, άλλαξαν στάση και άρχισαν να βλέπουν με διαφορετικό μάτι την Ελληνική Επανάσταση.
Κάποιοι είχαν πιέσει τον Γρηγόριο να διαφύγει και έσπευσαν να του προσφέρουν βοήθεια. Ο ίδιος αρνήθηκε καθώς όπως αναφέρει, εάν τον ενδιέφερε να σώσει το σαρκίο του, θα είχε φροντίσει να το κάνει με πολλούς άλλους τρόπους πολύ νωρίτερα. Τον ενδιέφερε μόνο να σωθεί η Πατρίδα.
Την 25 Μαρτίου 1872 είχαν πραγματοποιηθεί τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Γρηγορίου του Ε’, ο οποίος τοποθετήθηκε στην αριστερή πλευρά της πρόσοψης στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Στην τελετή εκείνη, ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απήγγειλε το ποίημα του, «Ύμνος προς τον ανδριάντα Γρηγορίου του Ελληνομάρτυρα Πατριάρχου».
«Πώς μας θωρείς ακίνητος, πού τρέχει ο λογισμός σου […] το μάρμαρο μένει βουβό και θε να μείνει ακόμα, κοιμάται κι ονειρεύεται και τότε θα ξυπνήσει, όταν τα δάση στα βουνά, στα πέλαγα βροντήσει, το φλογερό μας κήρυγμα, χτυπάτε πολεμάρχοι, Μη λησμονείτε το σχοινί παιδιά του Πατριάρχη». Η απαγγελία του ποιητή ραγίζει καρδιές, η μεγάλη συγκίνηση και ένταση ραγίζει και την καρδιά του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και την ημέρα εκείνη υπέστη το πρώτο καρδιακό επεισόδιο.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως «όταν αποφασίσαμε να κάνουμε την Επανάσταση, έπεσε σαν… βροχή σε όλους μας, η επιθυμία της λευτεριάς. Όλοι, συμφωνήσαμε στον κοινό σκοπό: Κληρικοί, προεστοί, καπεταναίοι, πεπαιδευμένοι, έμποροι, μικροί και μεγάλοι».
Ο πρίγκηπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, το Φεβρουάριο του 1821, ως επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας εκδίδει την προκήρυξη με τον εύγλωττο τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Η Εκκλησία είναι ξεκάθαρο πως βρίσκεται παρούσα σε όλη την διάρκεια του Αγώνα για την Ελευθερία και όσο και αν εμποδίζει κάποιους να αναπτύξουν το αφήγημα τους, η κοινή λογική δεν μπορεί ούτε να διαγραφεί, ούτε και να υποτιμηθεί. Η Εκκλησία ήταν εκεί και αποτέλεσε το λίκνο, την τροφό και φρουρό της συνείδησης του Έθνους μας.