Καθημερινή & ο Τσιντσίνης “ισοπεδώνουν” τον Αντώνη Κανάκη: Ο ανιματέρ της ελαφρότητας που έγινε κράχτης

Με ένα άρθρο όλο ειρωνεία και αποκαλυπτικό για τις προθέσεις των τηλεδιασκεδαστών, ο αρθρογράφος της Καθημερινής Μιχάλης Τσιντσίνης, αποδομεί τον Αντώνη Κανάκη των Ράδιο Αρβύλα και αποκωδικοποιεί πώς ο ανιματέρ της ελαφρύτητας, όπως τον ονομάζει, έγινε ξαφνικά ο εκφραστής της οργής και της αγανάκτησης για τα θύματα της τραγωδίας στα Τέμπη.

Πώς και οι διασκεδαστές έγιναν από τη μία στιγμή στην άλλη, ιεροκήρυκες της οργής, διερωτάται ο αρθρογράφος και δίνει την απάντηση:

“Αφού η φάρσα της αέναης εφηβείας δεν κόβει πια εισιτήρια, αφού το καλαμπούρι έχει πικρίσει από προηγούμενες βαναυσότητες, το εμπόριο ωμού αντισυστημισμού είναι μια κάποια διέξοδος“, εξηγεί.

Και προσθέτει, ότι αυτού του τύπου οι παρουσιαστές, ασχολούνται ξαφνικά με τα σοβαρά, πολύ απλά γιατί αυτό πουλάει. Και γιατί αυτοί δεν έχουν πια περιθώριο για αστειάκια.

“Γιατί τώρα και όχι πριν, ρωτούν οι διασκεδαστές της ψυχαγωγικής ζώνης (σσ για τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ για τα χάλια του ΟΣΕ), που διαισθανόμενοι από εμπορικό ένστικτο ότι δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή ζήτηση για κουτσομπολιά και σαλιαρίσματα, λανσάρουν στα παράθυρά τους αγανάκτηση. Γιατί άργησαν τέτοια ρεπορτάζ; Το ρωτούν σαν να ήταν ποτέ έτοιμοι να αφιερώσουν έστω και ένα δευτερόλεπτο από τον τηλεοπτικό τους χρόνο στους καρπούς της εξειδικευμένης δημοσιογραφίας, τα έργα της οποίας είναι πολύ στρυφνά και άνοστα για να παράγουν κλικς και νούμερα τηλεθέασης. Το ρωτούν γιατί τώρα αυτό πουλάει.”

Διαπιστώνει και την αντίφαση των διασκεδαστών τύπου Κανάκη, που ξαφνικά έγιναν κράχτες της οργής και της αγανάκτησης.

“Συστημικά αμοιβόμενοι επαγγελματίες του θεάματος, σε συστηματικότατα media μεταμορφώνονται σε ιεροκήρυκες που εξαπολύουν στην κάμερα αντισυστημικές παρλάτες, σαν να μην ήταν τόσο καιρό καλοπληρωμένοι ανιματέρ στην πίστα της ελαφρότητας. Σαν να τους ανάγκασε ξαφνικά το πάνδημο πένθος να βγουν από τις σκήτες τους.”

Και μετά ερμηνεύει την τελική ατάκα του διασκεδαστή, που τελείωσε την έκφραση της οργής του, με ένα αμήχανο: “Πήγε κανένας φυλακή, δεν ξέρω, δεν έχω τι να πω. Δεν έχω λόγια”.

Μπορεί, σημειώνει ο Μιχάλης Τσιντσίνης, η άναρθρη αναρρίπιση του θυμού να είναι πιο αποδοτική. Αυτός που μοιάζει ελαφρός μπορεί αν μείνει αναπάντητος να κάνει τη δουλειά Και να γυρίσει πάλι τα κλειδιά του θυμού στην τροχιά της αυτοκτονικής απελπισίας.

Πηγή: thetoc.gr