Απαντήσεις από Μαγιορκίνη & Δημόπουλο – ΕΚΠΑ: Ποιες οι πιθανότητες να νοσήσουν οι πλήρως εμβολιασμένοι

Photo Gerd Altmann Pixabay

Σύμφωνα με τους καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γκίκα Μαγιορκίνη και Θάνο Δημόπουλο (πρύτανης ΕΚΠΑ), κανένα, εμβόλιο δεν μπορεί να προσφέρει 100% προστασία σε όλους τους ανθρώπους.

Οι καθηγητές σημειώνουν ότι αφενός δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να χτίσουν ανοσολογική απάντηση με την ίδια αποτελεσματικότητα αφετέρου η όποια ανοσολογική απάντηση είναι πεπερασμένη στην ισχύ της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πιθανότητα να είναι επιτυχής η εισβολή του ιού μπορεί να μη μηδενίζεται αλλά μειώνεται δραματικά με τον εμβολιασμό.

Τρεις φορές μικρότερη να μολυνθεί ο πλήρως εμβολιασμένος

Η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος μετά από έκθεση στον ιό 14 ημέρες αφού έχει λάβει και τις δύο δόσεις των εμβολίων που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι μέχρι τρεις φορές μικρότερη από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί.

Η πιθανότητα να νοσήσει βαριά ένας εμβολιασμένος είναι οκτώ φορές μικρότερη

Στη συνέχεια, αφού μολυνθεί ένας εμβολιασμένος, η πιθανότητα να νοσήσει βαριά είναι μειωμένη κατά οκτώ φορές από ό,τι αν δεν είχε εμβολιαστεί. Στην πράξη αυτό μεταφράζεται για τον εμβολιασμένο σε μία εξαιρετικά μικρότερη πιθανότητα να καταλήξει στο νοσοκομείο, σε ΜΕΘ ή να πεθάνει εξαιτίας της λοίμωξης με τον ιό.

Τα εμβόλια μειώνουν την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος αλλά δεν τη μηδενίζουν

Απάντηση στην ερώτηση εάν τα εμβόλια έχουν χάσει την ισχύ τους έναντι των νέων στελεχών ή ότι τα εμβόλια δεν προσφέρουν προστασία δίνουν οι καθηγητές επαναλαμβάνομντας ότι τα εμβόλια μειώνουν την πιθανότητα να μολυνθεί κάποιος αλλά δεν τη μηδενίζουν. Έτσι, λοιπόν, σε έναν πληθυσμό που έχει εμβολιασθεί το 70% πλήρως και με δεδομένο ότι μειώνεται η πιθανότητα μόλυνσης τρεις φορές ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού, αναμένουμε φυσιολογικά το 40% των διαγνώσεων να αφορά εμβολιασμένους και το 60% να αφορά μη εμβολιασμένους.

Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αν δεν είχε γίνει εμβολιασμός ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν τουλάχιστον τρεις φορές υψηλότερος (χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν ότι οι εμβολιασμένοι έχουν πολύ μικρότερη πιθανότητα να μεταδώσουν τον ιό όταν κολλήσουν και άρα ο αριθμός των κρουσμάτων θα ήταν κατά πολύ υψηλότερος αν δεν είχε γίνει ο εμβολιασμός). Πρόκειται, λοιπόν, για μία δραματική μείωση καταρχήν στον αριθμό των κρουσμάτων. Επιπλέον, αυτό το 40% των εμβολιασμένων που έχουν μολυνθεί έχουν, ωστόσο, σημαντικά μικρότερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά, συνεπώς πολύ λίγοι από αυτούς θα οδηγηθούν σε νοσοκομεία, Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ή θα καταλήξουν.

Σε κάθε περίπτωση, καταλήγουν οι δύο καθηγητές, θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι η ανοσολογική απάντηση, ακόμα και από το πιο ισχυρό εμβόλιο, είναι πεπερασμένη. Συνεπώς, η διαρκής έκθεση σε υψηλά ιϊκά φορτία, δηλαδή οι επαφές πολύ υψηλού κινδύνου, είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μόλυνση ακόμα και τους πλήρως εμβολιασμένους με ισχυρή ανοσολογική απάντηση.