«O κ. Μητσοτάκης τιμά την οικογενειακή παράδοση της αποστασίας». Με αυτή την φράση σταλινικής νοοτροπίας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκαλύπτει την βαθιά καθεστωτική αντίληψη που διακατέχει τόσο τον ίδιο, όσο και το κόμμα του. Πρόκειται για μια φράση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό και το θέμα που προέκυψε με τον Ναύαρχο ε.α. Ευάγγελο Αποστολάκη και υπουργό Άμυνας επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.
Με τέτοιου είδους δημόσιες τοποθετήσεις είναι μάλλον γελασμένοι όσοι εξακολουθούν να πιστεύουν πως, η μοντέρνα αριστερά, που ενισχύει το μίσος και τον διχασμό με πολιτικές καμένης γης, μπορεί και ενδιαφέρεται να υπάρξει εθνική συνεννόηση.
Πρώτα απ’ όλα για να βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά, για να υπάρχει εθνική συνεννόηση με κάποιον, προαπαιτούμενο είναι να υπάρχει βαθιά εθνική συνείδηση. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να ζητάς «συνεννόηση» με εκείνους που παραχώρησαν γλώσσα και εθνικότητα σε ένα γειτονικό κράτος και σύναψαν μια ετεροβαρή συμφωνία; Πως γίνεται να παρουσιάζεσαι τόσο αφελής και να περιμένεις «συναίνεση» με τους ανθρώπους που έχουν ξεστομίσει φράσεις όπως, «η θάλασσα δεν έχει σύνορα» (Τσίπρας), «ας μην είμαστε μοναχοφάηδες» (Κοτζιάς), «δεν πειράζει αν χάσουμε 15-20 νησιά» (Ζουράρις); Και στο κάτω κάτω, γιατί χρειάζεται «συναίνεση» για να δουλέψει το υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και μάλιστα συναίνεση σε πρόσωπα; Θα έπρεπε δηλαδή ο υπουργός να τηλεφωνεί και στους αρχηγούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης πριν από την οποιαδήποτε απόφασή του;
Ο ελληνικός λαός άλλωστε, στις τελευταίες εκλογές, έδωσε στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας ποσοστό αυτοδυναμίας, ώστε να μην υπάρχει καμία ανάγκη για συναινέσεις. Παραδοσιακοί και νέοι ψηφοφόροι έδωσαν τότε την ψήφο τους με σκοπό η αυριανή κυβέρνηση να είναι αυτοδύναμη και όχι έρμαιο των συναινέσεων.
Η επιλογή ωστόσο του κ. Αποστολάκη αναδεικνύει μια άνευ λόγου φοβική στάση της κυβέρνησης απέναντι στην ελλαδική αριστερά, καθώς γεννιούνται ερωτήματα πώς προτάθηκε για μια τόσο σημαντική θέση ένας άνθρωπος που αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων και υπέκυψε στις πιέσεις της Κουμουνδούρου; Η αγωνία μάλλον για να επιτευχθεί η πολυπόθητη συναίνεση, επέτρεψε να αγνοηθούν σημαντικές παράμετροι και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα προέκυπταν.
Ως ένα βαθμό μπορεί να γίνει κατανοητό πως ο πρωθυπουργός δεν μπορεί και δεν πρόκειται να γίνει Αλέξης Τσίπρας. Όσο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης γίνεται διχαστικός με στόχο την εξουσία και τους αρμούς της, τόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αναζητά διαύλους επικοινωνίας. Παρόλα αυτά, για τους κάθε διαύλους επικοινωνίας, καλό θα είναι να εξετάζονται οι προϋποθέσεις.
Ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να ξεχάσει την τοξικότητα του 2015 και το έδειξε με την ψήφο του. Ας γίνει λοιπόν αντιληπτό πως οι συναινέσεις δεν χρειάζεται να είναι αυτοσκοπός και η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τις αυγουστιάτικες δημοσκοπήσεις. Στην θέση της κυβέρνησης περισσότερο θα ανησυχούσα για τον βαθμό τον οποίο ο αριστερόστροφος προοδευτισμός και η πολιτικοκορεκτίλα χειραφετεί και θέτει ταυτόχρονα υπό αμφισβήτηση τις φιλελεύθερες αξίες και πεποιθήσεις. Θα ανησυχούσα αν πράγματι η στρατηγική που ακολουθείται από την κυβέρνηση επιτρέπει να αναδειχθούν καθαρές οι κεντροδεξιές πολιτικές, χωρίς την ανάγκη οποιουδήποτε σοσιαλιστικού μανδύα. Η χώρα έχει ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά από μια κεντροδεξιά που φωτίζει τον εαυτό της και δεν περπατάει σκυφτή.