Την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ από την 1η Απριλίου, ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την εισαγωγική τοποθέτησή του στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
«Η χθεσινή ψηφοφορία στη Βουλή αλλά κυρίως η τριήμερη συζήτηση που προηγήθηκε νομίζω ότι για εκείνους που την παρακολούθησαν έδωσε πολλές απαντήσεις», είπε ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, ξεκινώντας την εισαγωγική τοποθέτησή του.
Περνώντας στα θέματα του Υπουργικού Συμβουλίου ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι προφανώς κυριαρχεί η απόφαση της κυβέρνησης για τον νέο κατώτατο μισθό.
Αυξάνεται για τέταρτη φορά και από την 1η Απριλίου όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν 830 ευρώ το μήνα. «Μιλάμε για μία αύξηση 50 ευρώ σε ένα ποσό που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τριετίες και πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με τον κατώτατο μισθό».
Υπενθύμισε ότι όταν ανέλαβε η κυβέρνησή του ο κατώτατος μισθός ήταν 650 ευρώ το 2019, κι έχει παρουσιάσει ουσιαστικά μια άνοδο του 27%.
«Μετά τις αυξήσεις στο δημόσιο, μετά τις αυξήσεις στις συντάξεις γίνεται πράξη ένα ακόμα βήμα στην εφαρμογή των προγραμματικών μας δηλώσεων», τόνισε. «Με μόνιμα μέτρα τα οποία αφορούν εκατομμύρια νοικοκυριά και τα οποία προφανώς θα ισχύουν και μετά το πέρασμα της διεθνούς ακρίβειας, ώστε να μπορούμε να πετύχουμε τον στόχο τον οποίο έχουμε θέσει: το 2027 ο μέσος μισθός στην πατρίδα μας να είναι 1500 ευρώ και ο κατώτατος μισθός 950 ευρώ».
Μίλησε για συνετή πολιτική που έχει ακολουθηθεί και σε προηγούμενες κινήσεις και τόνισε πως δεν είναι τυχαίο ότι «το επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη βελτίωση μεταξύ 82 χωρών». Πρόσθεσε ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ το 2023 παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ.
Επεσήμανε ότι προφανώς δεν είμαστε ακόμη εκεί που θέλουμε επειδή κουβαλάμε το βάρος μιας δεκαετούς κρίσης αλλά η συνολική πορεία της οικονομίας και η πορεία αύξησης των εισοδημάτων κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Με την αύξηση του κατώτατου μισθού όπως είπε εν τω μεταξύ αυξάνονται άλλα 18 επιδόματα και ενισχύονται επιπλέον 800.000 δικαιούχοι και επηρεάζονται θετικά και οι τριετίες που ξεπάγωσαν ύστερα από 12 χρόνια.