Σε ισχύ τέθηκαν από σήμερα τα νέα ημερήσια όρια για άμεσες μεταφορές χρημάτων μέσω του συστήματος IRIS της ΔΙΑΣ. Ειδικότερα, θεσπίζονται διακριτά όρια ύψους 500 ευρώ ημερησίως για συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών (IRIS P2P) και 500 ευρώ ημερησίως για πληρωμές προς ελεύθερους επαγγελματίες ή ατομικές επιχειρήσεις (IRIS P2B).
Έτσι, ένας χρήστης μπορεί να μεταφέρει συνολικά έως 1.000 ευρώ την ημέρα χωρίς τραπεζική χρέωση. Τα όρια αυτά υπολογίζονται ξεχωριστά ανά κατηγορία συναλλαγής, ώστε να εξυπηρετούν ευρύτερες ανάγκες πληρωμών.
Σύμφωνα με τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκο Πιερρακάκη, τα ημερήσια όρια πρόκειται να αυξηθούν έως τα τέλη του 2025 στα 2.000 ευρώ (1.000 P2P και 1.000 P2B), ενώ για τις μεταφορές μεταξύ φυσικών προσώπων τίθεται και ένα μηνιαίο σωρευτικό όριο ύψους 5.000 ευρώ. Οι εμπορικές συναλλαγές συνεχίζουν να μην υπόκεινται σε περιορισμούς.
Το IRIS έχει χαρακτηριστεί από τον ίδιο ως «εθνικός πρωταθλητής» και ήδη αποτελεί βασικό μέρος του ευρωπαϊκού προγράμματος Europa Project, που στοχεύει στη διασύνδεση των εθνικών συστημάτων άμεσων πληρωμών. Με την προσθήκη των 4 εκατομμυρίων Ελλήνων χρηστών, το σύνολο των χρηστών του προγράμματος ανέρχεται σε περίπου 105 εκατομμύρια από 10 χώρες, μεταξύ των οποίων Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Πολωνία και Σκανδιναβικές χώρες. Ο στόχος για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στο project, αρχικά για P2P, έχει τεθεί για το πρώτο εξάμηνο του 2026.
Η Ελλάδα ξεχωρίζει στην Ευρωζώνη με υψηλό βαθμό υιοθέτησης άμεσων πληρωμών. Το σχετικό ποσοστό επί των μεταφορών πίστωσης (Instant Payment Ratio) ανήλθε σε 24,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (20,9%). Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε θεαματικά από 4,4% το 2022, χάρη και στη σύνδεση της χώρας με το ευρωπαϊκό σύστημα TIPS από το 2021.
Η ΔΙΑΣ, υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος και σε συνεργασία με τις τράπεζες, ενισχύει την τεχνική υποδομή του IRIS, καθιστώντας το ακόμα πιο εύχρηστο και λειτουργικό. Το 2024, η συνολική αξία των συναλλαγών μέσω IRIS ξεπέρασε τα 6 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση πάνω από 30 φορές σε σύγκριση με το 2020, γεγονός που υπογραμμίζει τη δυναμική και την ευρεία αποδοχή του στην ελληνική αγορά.