Συχνά υποστηρίζεται η άποψη ότι αυτό που χρειαζόμαστε για την επίλυση των προβλημάτων του τόπου είναι ‘’συναίνεση’’. Συναίνεση για τα εθνικά μας θέματα, την παιδεία, την δικαιοσύνη, την υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών.
Η σύμπτωση απόψεων και η συναίνεση όσο το δυνατόν περισσοτέρων περί του πρακτέου είναι ασφαλώς επιθυμητή, για θέματα δε όπως τα ανωτέρω, σχεδόν απαραίτητη. Δεν πρέπει, όμως, να παραβλέπεται με κάποια δόση ουτοπισμού ότι σε μία ευρεία κοινωνία είναι εξαιρετικά δυσχερής η δημιουργία μίας αυξημένης πλειοψηφίας για την επιδίωξη κοινών σκοπών και για την χρήση μέσων, με τα οποία θα επιτευχθεί η πραγμάτωση των (προσυμφωνηθέντων) κοινών σκοπών. Και τούτο διότι, μεταξύ άλλων λόγων, υπάρχουν συνεχείς διαφοροποιήσεις προτιμήσεων, συμφερόντων και επιδιώξεων μεταξύ των μελών μίας κοινωνίας, τις οποίες διαφοροποιήσεις προσπαθούν να εκφράζουν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη πιστότητα, τα πολιτικά κόμματα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απλή δήλωση της επιθυμίας των μελών μίας κοινωνίας περί συναίνεσης χωρίς να υπάρχει συμφωνία τόσον στους στόχους που θα επιδιωχθούν όσον και στα συγκεκριμένα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν μοιάζει με μίαν ομάδα ανθρώπων που δεσμεύονται να κάνουν όλοι μαζί ένα ταξίδι, χωρίς να συμφωνήσουν από πριν πού θέλουν να πάνε. Το αποτέλεσμα θα είναι να κάνουν ένα ταξίδι που οι περισσότεροι δεν θα ήθελαν να κάνουν.
Υπάρχει, ωστόσο, ένα μέγα θέμα επί του οποίου οι περισσότεροι, αν όχι οι πάντες, συμφωνούν: πρόκειται για τον προβληματικό τρόπο λειτουργίας του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Οι κατά καιρούς θάνατοι ανθρώπων, όπως στην Μάνδρα, στο Μάτι, στα Τέμπη, έξω από ποδοσφαιρικά γήπεδα, προκαλούν την γενική κατακραυγή, η οποία εν τούτοις δεν εκδηλώνεται με την ίδια ένταση όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής των εγκληματικών πράξεων των υπαιτίων λόγω βραδύτητας απονομής της δικαιοσύνης ή όταν δεν θεραπεύονται οι αιτίες των (επαναλαμβανόμενων) προβλημάτων, παρά την συσσώρευση πικρών εμπειριών επί πολλές δεκαετίες …
Ασφαλώς, ο τρόπος που λειτουργεί μία κρατική υπηρεσία δεν είναι σύμπτωση, ούτε αποτέλεσμα ενός λάθους που μπορεί να διορθωθεί εύκολα, αλλά συνέπεια της φύσεως της κρατικής μηχανής και της επίδρασης πιέσεων οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών, που έχουν ισχύ σχεδόν όσο και οι φυσικοί νόμοι. Η παράβλεψη του γεγονότος αυτού είναι ακριβώς το λάθος που κάνουν πολλοί ‘’μεταρρυθμιστές’’ αλλά και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, που πιστεύουν ότι είναι αρκετό να εκδιωχθούν οι ‘’ανίκανοι’’ ή οι ‘’διεφθαρμένοι’’ και να αντικατασταθούν με ικανούς και ηθικούς ανθρώπους για να λειτουργήσει το σύστημα.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή το κράτος έχει πολλές και άκρως σημαντικές αρμοδιότητες που πρέπει να επιτελέσει, είναι ύψιστη ανάγκη η βελτίωση του τρόπου λειτουργίας του, συνολικά. Για να υπάρξει, όμως, αποτελεσματική θεραπεία, πρέπει να προηγηθεί ορθή διάγνωση. Και η ορθή διάγνωση, κατά την γνώμη μου, είναι ότι οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις δεν αποφασίζονται ή, συχνά, όταν αποφασίζονται δεν υλοποιούνται επειδή συγκρούονται με παγιωμένα συμφέροντα κομμάτων, πολιτικών, συνδικαλιστών, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, γραφειοκρατών κ.α. Το πρώτο πράγμα για το οποίο χρειαζόμαστε ευρεία συναίνεση είναι ότι με τα συμφέροντα αυτά πρέπει να επέλθει ρήξη ! Συναίνεση, επομένως, στην αποξήλωση του πελατειακού κράτους είναι το πρώτο ζητούμενο. Εάν η συναίνεση αυτή συγκεντρώσει μία κρίσιμη μάζα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων θα καταστεί δυνατή η υλοποίηση των ριζικών τομών που, υπεράνω παντός άλλου έχει ανάγκη ο τόπος. Συγκεκριμένα :
Αλλαγή του εκλογικού νόμου
Μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200 ή 240. Κατάργηση του σταυρού προτίμησης και εκλογή των 2/3 του συνολικού αριθμού των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα σε μονοεδρικές περιφέρειες και του 1/3 με αναλογικό σύστημα βάσει κομματικής λίστας.
Συνταγματική αναθεώρηση
Πλήρες ασυμβίβαστο μεταξύ υπουργικής και κοινοβουλευτικής ιδιότητας. Σταθερή κοινοβουλευτική και κυβερνητική θητεία για τέσσερα ή πέντε έτη, χωρίς καμία δυνατότητα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Θέσπιση ανώτατου ορίου δύο ή, το πολύ, τριών θητειών για κάθε αιρετό αξίωμα. Αλλαγή της νομοθεσίας περί ευθύνης των υπουργών και ασυλίας των βουλευτών. Σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, ρυθμίσεις για την δημοκρατική οργάνωση και την χρηματοδότηση των κομμάτων, θέσπιση συνταγματικών περιορισμών δημοσιονομικής φύσεως (κυρίως ως προς το ύψος των ελλειμμάτων της φορολογίας και της δυνατότητας δανεισμού). Κατάργηση της μονιμότητας για τους νεοπροσλαμβανόμενους δημοσίους υπαλλήλους.
Αλλαγή της συνδικαλιστικής νομοθεσίας
Οι συνδικαλιστές να παρέχουν εργασία. Όταν προκαλούν ζημία ή βλάβη σε άλλους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, να υπέχουν τις ίδιες αστικές και ποινικές ευθύνες που προβλέπει για όλους η ισχύουσα νομοθεσία. Το δικαίωμα της απεργίας να είναι, χωρίς αμφιβολία, ελεύθερο αλλά με τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων, αποφυγή κατάχρησης δικαιώματος και αντίστοιχη αναγνώριση του δικαιώματος προς εργασία.
Καταπολέμηση του ευνοιοκρατικού καπιταλισμού
Προσέλκυση επενδύσεων (λιγότερο με θέσπιση κινήτρων και περισσότερο με άρση αντικινήτρων). Τόνωση του ανταγωνισμού, περιορισμός των εμποδίων εισόδου στην αγορά, περιστολή της πολυνομίας και των υπερ-ρυθμίσεων, που εκτρέφουν την γραφειοκρατία και την διαφθορά.
Καλή είναι η μάχη της πετσέτας και της τιμής των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων. Η μάχη, όμως, για την καταπολέμηση των πελατειακών σχέσεων και την αναβάθμιση της κρατικής μηχανής μέσω θεσμικών αλλαγών (όπως οι ανωτέρω) αποτελεί πολύ σημαντικότερο και δυσκολότερο στόχο.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε υπουργικό συμβούλιο της προηγούμενης κυβέρνησης μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, δεσμεύτηκε με δύο φράσεις : ‘’Ποτέ ξανά’’ και ‘’Τώρα ή ποτέ’’. Το εκλογικό σώμα του έδωσε, δικαίως, την ζητηθείσα άνετη αυτοδυναμία. Έχει, ασφαλώς, την βούληση, τις ικανότητες και την συναίνεση των ορθολογικά σκεπτόμενων ανθρώπων να προχωρήσει στις αναγκαίες ρήξεις και να υλοποιήσει επί μακρόν χρονίζουσες μεταρρυθμίσεις, κοινώς ‘’να γράψει ιστορία’’ !