Μέσω της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας,. στέλνει σαφές μήνυμα προς τις τράπεζες, να αναγνωρίσουν άμεσα τα νέα κόκκινα δάνεια, επισημαίνοντας ότι το ποσοστό των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων παραμένει σε επίπεδα πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η Έκθεση επικεντρώνεται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στον τραπεζικό τομέα κατά τη διάρκεια του 2020.
Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,2%
Το 2020 η υγειονομική κρίση COVID-19 καθόρισε την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,2%, κυρίως λόγω της υποχώρησης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της δραστηριότητας στον κλάδο του τουρισμού. Εντούτοις, η υιοθέτηση έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τη διευκολυντική ενιαία νομισματική πολιτική, είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική άμβλυνση των αρνητικών επιπτώσεων.
Η σταδιακή διεύρυνση του εμβολιαστικού προγράμματος με διάθεση περισσοτέρων εμβολίων σε περισσότερες ηλικιακές ομάδες και η επιτάχυνση των εμβολιασμών από το Μάιο και έπειτα έχουν δημιουργήσει θετικές προσδοκίες στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις για την πορεία της οικονομίας τους επόμενους μήνες και αναμένεται να ενισχύσουν την εγχώρια ζήτηση. Η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (Recovery and Resilience Facility – RRF) δημιουργεί προοπτικές αύξησης των επενδύσεων και επιτάχυνσης της ανάκαμψης.
Ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών
Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών κατά το 2020 βελτιώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα της συμπερίληψης των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Η εξέλιξη αυτή συνέβαλε στην αύξηση του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών κατά 13,3% το 2020 καθώς και στην αύξηση των θέσεων σε ομόλογα. Τα μέτρα αυτά, σε συνδυασμό με τις παρεμβάσεις της Πολιτείας για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, ιδιαιτέρως με την παροχή κρατικών εγγυήσεων, συνέβαλαν στην επέκταση της τραπεζικής πίστης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.
Βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου
Επίσης, το 2020 συνεχίστηκε η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) υποχώρησαν περαιτέρω, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2020 το συνολικό απόθεμά τους να διαμορφωθεί σε 47,2 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 31,1% ή 21,3 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (68,5 δισεκ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού. Αν και ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, σε ποσοστό που ανέρχεται στο 30,1%, αξίζει να σημειωθεί ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016 (107,2 δισεκ. ευρώ), έφθασε το 56% ή 60 δισεκ. ευρώ.
Η σαφής αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ προήλθε κυρίως από διαγραφές και τη μεταφορά ΜΕΔ εντός των τραπεζικών ομίλων στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, οι οποίες προέβλεπαν ταυτόχρονα τον εταιρικό μετασχηματισμό των τραπεζών (hive down) . Ωστόσο, ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη και πολλαπλάσιος του μέσου όρου τραπεζών αντίστοιχου μεγέθους που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό – SSM (2,6% με στοιχεία Δεκεμβρίου 2020).
Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν το 2020 υψηλές ζημιές
Οι δείκτες ανθεκτικότητας των τραπεζικών ομίλων επηρεάστηκαν το 2020 από τις επιπτώσεις της πανδημίας αλλά και την εφαρμογή των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν το 2020 υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 2.057 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών 203 εκατ. ευρώ το 2019, κυρίως εξαιτίας του σχηματισμού αυξημένων προβλέψεων χρήσεως για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Το 2020 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 5,6 δισεκ. ευρώ, έναντι 2,7 δισεκ. ευρώ το 2019. Από αυτές, 1 δισεκ. ευρώ αντανακλά την ενσωμάτωση των δυσμενέστερων μακροοικονομικών προβλέψεων εξαιτίας της πανδημίας στα υποδείγματα των τραπεζών για τον υπολογισμό ζημιών απομείωσης, 1,5 δισεκ. ευρώ σχετίζεται με την πώληση μεγάλου χαρτοφυλακίου ΜΕΔ από μια σημαντική τράπεζα αξιοποιώντας το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού και 3,1 δισεκ. ευρώ αποτελούν γενικές και ειδικές προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Υποχώρησε η κεφαλαιακή επάρκεια
Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, υποχώρησε έναντι του 2019, παραμένοντας όμως σε ικανοποιητικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη και τα εποπτικά μέτρα κεφαλαιακής ελάφρυνσης. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 14,9% το Δεκέμβριο του 2020 από 16,2% το Δεκέμβριο του 2019, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 16,6%, από 17,3% αντίστοιχα.
Αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022
Όσον αφορά τις προοπτικές για το 2021, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει σημαντική αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% το 2021 και 5,3% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εξωτερική όσο και η εγχώρια ζήτηση θα ανακάμψουν από το β΄ εξάμηνο του 2021, μεταξύ άλλων με τη συμβολή και των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU).
Ο ρυθμός της ανάκαμψης εξαρτάται και από την ταχύτητα επίτευξης ανοσίας του πληθυσμού και την εξέλιξη της επιδημιολογικής κατάστασης, η οποία θα καθορίσει και την πορεία των τουριστικών εισπράξεων.
Τα χαμηλά επιτόκια πιέζουν τα έσοδα των τραπεζών
Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα στο νέο αυτό περιβάλλον προκειμένου να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει, ούτως ώστε να διασφαλιστεί τόσο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και η ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας στη μετά την πανδημία περίοδο. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων ασκεί πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών, αναδεικνύοντας την ανάγκη αναζήτησης εναλλακτικών πηγών εσόδων και περαιτέρω εξορθολογισμού του κόστους.
Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων, με την πελατεία τους να εμφανίζεται πιο δεκτική στην αλλαγή αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Συμπερασματικά, καθίσταται σαφές ότι ενέργειες και πρωτοβουλίες για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος, που περιλαμβάνουν τον άμεσο υπολογισμό των επιπτώσεων της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των εποπτικών αρχών, την ανάπτυξη και εφαρμογή στρατηγικών για την αποτελεσματική διαχείριση των νέων ΜΕΔ, καθώς και αποφάσεις ενίσχυσης των κεφαλαίων, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η γρήγορη επαναφορά σε μία νέα κανονικότητα στη μετά την πανδημία εποχή απαιτεί την ενεργό συνδρομή του τραπεζικού συστήματος, το οποίο θα πρέπει να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει ομαλά την πραγματική οικονομία, επιτελώντας τη διαμεσολαβητική του λειτουργία.