Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%, όπως ανακοίνωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην Ετήσια Γενική Συνέλευση των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος
Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ. Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) ύψους 8-10 δισ. ευρώ.
Το ξέσπασμα της πανδημίας στις αρχές του 2020 αποτέλεσε ιστορικό σημείο καμπής για την παγκόσμια οικονομία. Οι χώρες κλυδωνίστηκαν από μια διπλή, απρόσμενη και οξεία κρίση, υγειονομική και οικονομική. Η παγκόσμια κοινωνία υπέστη βαρύτατες ανθρώπινες απώλειες. Ήρθε αντιμέτωπη με τη χειρότερη, εν καιρώ ειρήνης, ύφεση των τελευταίων 100 ετών, καθώς το παγκόσμιο ΑΕΠ εκτιμάται ότι κατέγραψε ιστορική πτώση 3,5%.
Κορυφαία ζητήματα που θα απασχολήσουν την παγκόσμια και ευρωπαϊκή κοινότητα στη μεταπανδημική περίοδο είναι: α) η αύξηση πτωχεύσεων επιχειρήσεων, β) η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, παράλληλα με την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, ως επί το πλείστον χαμηλής εξειδίκευσης, εξαιτίας της επιτάχυνσης του αυτοματισμού και της ψηφιοποίησης και γ) η αύξηση της φτώχειας και οι διευρυνόμενες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών εντός των χωρών.
Η ελληνική οικονομία, ως οικονομία κυρίως υπηρεσιών με μεγάλη συμμετοχή του τουρισμού και του λιανικού εμπορίου, επλήγη βαρύτερα σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ από τους κραδασμούς στην εξωτερική και εγχώρια ζήτηση. Το 2020 η ύφεση ανήλθε σε 8,2%. Εντούτοις, παρά τις βαρύτατες απώλειες, έδειξε αξιοσημείωτη αντοχή και ικανότητα λειτουργικής προσαρμογής στις νέες συνθήκες.
Κρίσιμη παράμετρος υπήρξε η έγκαιρη και αποτελεσματική άσκηση από την ελληνική κυβέρνηση της αναγκαίας αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής με λήψη μέτρων πρωτοφανούς μεγέθους και εύρους, ύψους 11,2% του ΑΕΠ, για τη διαφύλαξη της απασχόλησης, την προστασία της επιχειρηματικότητας και την τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Στόχος της πολιτικής ήταν να αποφευχθεί ο κίνδυνος μετατροπής μιας προσωρινής ύφεσης σε μακροχρόνια οικονομική κρίση. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η καταγραφή ποσοστού ύφεσης σημαντικά μικρότερου έναντι των προβλέψεων από εγχώριους και διεθνείς φορείς.
Προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2021
Αύξηση 4,2% το 2021
Η ανάκαμψη της ζήτησης προβλέπεται να κερδίσει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β΄ τρίμηνο και να οδηγήσει σε θετικό και ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%. Η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.
Η ταχύτητα με την οποία θα ανακάμψει η ελληνική οικονομία εξαρτάται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων.
Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος.
Εξάλλου, η πρόταξη των μεταρρυθμίσεων αποτελεί προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ που θα επιτρέψει όχι μόνο την κάλυψη του παραγωγικού κενού, αλλά και – σημαντικότερα – την ενεργοποίηση της συνολικής προσφοράς για την αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, την επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος.
Οι κεντρικοί άξονες της οικονομικής πολιτικής
Συνεπώς, την επαύριο της πανδημίας, απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες:
α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας,
β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και
γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού τους.
Δημοσιονομική πολιτική
Πρωτογενές έλλειμμα 7,0% & δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ το 2020
Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση επέφεραν απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του ονομαστικού προϊόντος, σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.
Παρ’ όλα αυτά, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη και η δημοσιονομική πολιτική το 2021 έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ.
Τραπεζικό σύστημα
Ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε σε 1,2% κατά μέσο όρο το 2020, έναντι αρνητικού ρυθμού (-0,4%) το 2019. Οι τράπεζες αύξησαν τις πιστώσεις τους κυρίως προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και σε μικρότερο βαθμό προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων κατά 20,6 δισ.
Οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα σημείωσαν αύξηση κατά 20,6 δισ. ευρώ το 2020, ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης ρευστότητας, αλλά και της αναβολής πραγματοποίησης δαπανών τόσο για λόγους πρόνοιας όσο και αναγκαστικά εξαιτίας των μέτρων περιορισμού.
Νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισ. ευρώ θα δημιουργηθούν το 2021
Οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα αναμένεται να ενταθούν το 2021. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα ΜΕΔ ύψους 8-10 δισ. ευρώ. Εκτός από τα “δίδυμα” προβλήματα των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια σειρά από άλλες σοβαρές προκλήσεις, κοινές όμως και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης, όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από μη τραπεζικά ιδρύματα, προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση, καθώς και λοιπές προκλήσεις που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με κυβερνοεπιθέσεις.
Τα ΜΕΔ ανήλθαν στο τέλος Δεκεμβρίου του 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,6% στην ΕΕ.
Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από την έξαρση της παγκόσμιας αβεβαιότητας και από τους παγκόσμιους κινδύνους. Αντιμετωπίζει όμως και επιπλέον κινδύνους, που συνδέονται με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της οικονομίας της, αλλά και με προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κρίση.
Με το πέρας της πανδημίας, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους:
- την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και
- την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας,
κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης.
Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα ΜΕΔ) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά το χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.
Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από την έξαρση της παγκόσμιας αβεβαιότητας και από τους παγκόσμιους κινδύνους. Αντιμετωπίζει όμως και επιπλέον κινδύνους, που συνδέονται με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της οικονομίας της, αλλά και με προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κρίση.
Το στοίχημα της οικονομικής πολιτικής: H καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ
Το στοίχημα επομένως της οικονομικής πολιτικής είναι η καταγραφή υψηλών ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, ούτως ώστε οι απώλειες να ανακτηθούν ταχύτερα, η οικονομία να τεθεί σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης, η δημοσιονομική ισορροπία να αποκατασταθεί και ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ να τεθεί σε καθοδική πορεία.
Για να συμβεί όμως αυτό, πρέπει να συντρέχει ένα ελάχιστο σύνολο βασικών προϋποθέσεων, όπως:
- Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
- Οριστική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των ΜΕΔ και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
- Ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης με γνώμονα την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και τη δικαιότερη κατανομή τους.
- Αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών με έμφαση στις παραγωγικές δαπάνες.
- Αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.
- Ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας.
- Προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
Μετά την πανδημία, η Ελλάδα, μέσα από συνεκτικές πολιτικές και στρατηγικές, θα πρέπει να κατορθώσει να εισέλθει σε στέρεη αναπτυξιακή τροχιά, εκμεταλλευόμενη στο έπακρο τη μοναδική ευκαιρία που της παρέχει η συντονισμένη κοινή δράση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ, ώστε να ανακτήσει γρήγορα τις οικονομικές απώλειες και να αντιμετωπίσει οριστικά τις χρόνιες διαρθρωτικές παθογένειες.
Δείτε εδώ την πλήρη έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος