Όποιος παρακολούθησε τις τελευταίες ημέρες τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, μπορεί να διαπιστώσει με μια ματιά αυτό που συζητούν αρκετοί, ότι δηλαδή δεν φτάνουν μόνο οι καλές προθέσεις, όταν για άλλη μια φορά αποδεικνύεται πως η τουρκική στρατηγική δεν αλλάζει εύκολα. Με κάθε τρόπο φαίνεται πως η τουρκική πολιτική θα επιδιώκει στο τέλος το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει καλά. Την κλιμάκωση και τον δρόμο της πρόκλησης.
Εντός λίγων ημερών, είδαμε τον τούρκο πρόεδρο σε μια θεατρική παράσταση να παραλαμβάνει τα κλειδιά της Αγίας Σοφίας, από έναν ηθοποιό που υποδυόταν τον Μωάμεθ τον Πορθητή, ακούσαμε πως κλήθηκε από το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας, ο Έλληνας πρέσβης στην Άγκυρα, για το θέμα που προέκυψε από την απαγόρευση εισόδου στην αποστολή της Γαλατάσαραϊ στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και είδαμε επίσης τον τούρκο πρόξενο Κομοτηνής να ανακινεί το θέμα των οχτώ τούρκων στρατιωτικών που είχαν ζητήσει πολιτικό άσυλο.
Δεν πρόκειται μόνο για αυτά, αλλά ούτε για ένα και δυο, αλλά για αρκετά περιστατικά που αποδεικνύουν και πάλι, πως οι γείτονες με κάθε τρόπο θα προσπαθούν να προκαλέσουν θόρυβο και ένταση. Ωστόσο, μια επιδερμική προσέγγιση θα αναγνώριζε στις κινήσεις τακτικής που επιλέγει η τουρκική πλευρά, την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται αυτή την στιγμή ο τούρκος πρόεδρος. Όπως όλα δείχνουν, ο Ερντογάν βρίσκεται «εγκλωβισμένος» ανάμεσα στην τουρκική οικονομία που καταρρέει και την λίρα που κατακρημνίζεται και από την άλλη πλευρά σε μια δύσκολη στροφή σε μια πιο αυταρχική πολιτική στο εσωτερικό.
Ο τούρκος πρόεδρος είναι άλλη μια περίπτωση ηγέτη που ξεκίνησε ιδιαίτερα δημοφιλής και μετά βεβαιότητας θα καταλήξει άσχημα. Όταν το κόμμα του πήρε την εξουσία μέχρι και τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, όλοι μιλούσαν για μια πολιτική και οικονομική άνοιξη που δεν είχε ξαναγνωρίσει η χώρα. Εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος, φιλελευθεροποίηση της Δημόσιας Διοίκησης και της Δικαιοσύνης, ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα, μείωση της ανεργίας και ο πληθωρισμός να πέφτει στο μονοψήφιο 5%.
Τα τελευταία σχεδόν είκοσι χρόνια είναι ο κυρίαρχος όλων των εκλογικών αναμετρήσεων και ένα πράγμα είναι βέβαιο. Δεν πρόκειται να αποχωρήσει ήσυχα όταν θα έρθει εκείνη η ώρα. Μπορεί την πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησής του να έφερε κάποιον αέρα αλλαγής, που αναζητούσαν όλοι, όμως από το 2013 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Τότε ήταν, όπου κατέστειλε βίαια τις ευρύτατες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που είχαν ξεκινήσει από απλές διαμαρτυρίες για την καταστροφή του πάρκου Γκεζί. Και το βίαιο πρόσωπο της διακυβέρνησής του ήταν μόνο η αρχή. Την ίδια περίπου περίοδο, η τουρκική οικονομία άρχισε να συναντά δυσκολίες στην προσέλκυση νέων επενδυτών, με την πλειοψηφία των νέων επενδύσεων να αποτελούν, κατ’ ουσίαν, «επεκτάσεις» υφιστάμενων. Παράλληλα, ξένοι επενδυτές προέβησαν σε πωλήσεις τουρκικών μετοχικών τίτλων και ομολόγων. Η τουρκική λίρα έκτοτε βρίσκεται σε μια διαρκής πτώση και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων μειώνεται συνεχώς.
Ο Ερντογάν είχε να επιλέξει ανάμεσα στον δρόμο που οδηγεί σε αδιέξοδο με έναν απομονωμένο, συγκεντρωτικό και παρεμβατικό τρόπο εξουσίας, που σε μεγάλο βαθμό περιορίζει τις ελπίδες της χώρας για έξοδο από την κρίση και από την άλλη να συνεχίσει τον δρόμο της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και αύξησης των επιτοκίων αναφοράς για να σωθεί η τουρκική λίρα, αλλά ταυτόχρονα και επιτάχυνσης των διαδικασιών εκδημοκρατισμού.
Αποδεικνύεται από τα γεγονότα λοιπόν, πως ακόμη και ο πιο φιλελεθεριάζων πρόεδρος που είχε να επιδείξει η Τουρκία τις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι ικανός να ξεφύγει από την νοοτροπία αυταρχισμού, εκφασισμού και ιμπεριαλιστικής μικροπολιτικής που διακατέχει όλους τους προέδρους της γείτονος και την τουρκική πολιτική στο σύνολο της. Από ότι φαίνεται, η πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης του Ερντογάν αποτέλεσε έναν μόνο μικρό διάλλειμα από την απαράλαχτη πραγματικότητα της τουρκικής πολιτικής.
Βάσει των συμπεριφορών και της τακτικής που επαναλαμβάνονται επί δεκαετίες, ο δρόμος που επέλεξε για άλλη μια φορά η Τουρκία είναι γνωστή. Από την δική μας πλευρά ωστόσο, είναι στο χέρι μας αν θα αγνοήσουμε το αληθινό πρόσωπο της Τουρκίας ή θα αναζητήσουμε τρόπους εθνικής ανασύνταξης και δεν θα επαναπαυθούμε σε ευσεβοποθισμούς. Οι συνέπειες, όσο και αν αγνοήσουμε την πραγματικότητα, δεν μπορούν και δεν πρόκειται να μην είναι πραγματικές.