Με την αλλαγή της χρονιάς μπορούμε να επιχειρήσουμε, ως είθισται, έναν εντελώς συνοπτικό απολογισμό των πεπραγμένων της κυβέρνησης Μητσοτάκη (από τα μέσα του 2019 έως σήμερα) και να διατυπώσουμε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές, χρήσιμες ελπίζουμε, για το μέλλον.
Απολογιστικά, οι θετικές παρατηρήσεις μας αφορούν σε τέσσερα βασικά θέματα ή κατηγορίες θεμάτων:
Πρώτον, η κυβέρνηση αυτή έχει προσφέρει ένα ανεκτίμητο αγαθό, την πολιτική σταθερότητα. Την αξία του αγαθού αυτού την αντιλαμβανόμαστε κυρίως όταν εκλείπει, όπως και τον καθαρό αέρα που μας περιβάλλει τον εκτιμούμε κυρίως όταν για κάποιο λόγο τον στερούμαστε προς στιγμήν ή όταν αυτός καθίσταται ρυπογόνος ή μολυσματικός.
Χωρίς πολιτική σταθερότητα ούτε οικονομική πρόοδος μπορεί να επέλθει, ούτε στοιχειώδης προγραμματισμός βασικών δραστηριοτήτων, δημόσιων και ιδιωτικών, μπορεί να πραγματοποιηθεί. Και ας μη μας διαφεύγει το ότι το 2023 υπήρξε έτος εκλογών, την πορεία προς τις οποίες είχε φροντίσει να ναρκοθετήσει η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ψηφίζοντας την απλή αναλογική. Τη νάρκη αυτήν απενεργοποίησε ο Μητσοτάκης εφαρμόζοντας στην πράξη (κατά την προηγούμενη όπως και κατά την παρούσα θητεία) ένα μείγμα πολιτικής που χρησιμοποιεί στοιχεία και από τα τρία βασικά πολιτικά ρεύματα, το φιλελευθερισμό, τη σοσιαλδημοκρατία και το συντηρητισμό. Το μείγμα αυτό δεν ενθουσιάζει τους αμιγείς οπαδούς οποιουδήποτε από τα ρεύματα αυτά, ωστόσο κατάφερε να προσελκύσει ικανά στελέχη και από τους τρεις όμορους χώρους και στην πράξη αποδείχτηκε πολιτικά θαυματουργό.
Δεύτερον, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη έχει συμβάλει καθοριστικά στη βελτίωση της διεθνούς εικόνας της χώρας και τη γεωπολιτική αναβάθμισή της. Με τη σαφή ένταξη – χωρίς αστερίσκους και ‘’ναι μεν, αλλά’’ – στο στρατόπεδο της Δύσης, τη σοβαρότητα, μετριοπάθεια και σταθερότητα των θέσεών της, την καλύτερη αμυντική θωράκιση της χώρας και τη σύναψη σημαντικών διπλωματικών συμφωνιών, κατόρθωσε να διαχειρισθεί με επιτυχία προβλήματα που δημιουργούν απρόβλεπτες διεθνείς εξελίξεις.
Τρίτον, οι προαναφερθέντες δύο παράγοντες, της πολιτικής σταθερότητας και της βελτιωμένης διεθνούς εικόνας, συν ορισμένες σωστές κατευθύνσεις και αποφάσεις οικονομικής πολιτικής (για παράδειγμα, η μείωση πολλών φόρων) έχουν επιφέρει σημαντική βελτίωση στις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας. Αυτό είναι γεγονός, όχι επειδή το γράφουν έγκυρα διεθνή μέσα, όπως ο ‘’Economist’’, που ανακήρυξε την Ελλάδα ως ‘’χώρα της χρονιάς για το 2023’’, αλλά γιατί προκύπτει από δείκτες όπως είναι ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ (ο μεγαλύτερος στην ΕΕ), η μείωση της ανεργίας, η προσέλκυση επενδύσεων (μεταξύ των οποίων και από εταιρείες όπως Amazon, Google, Pfizer, Microsoft, αλλά και κρατικά επενδυτικά ταμεία, ιδιωτικά κεφάλαια κλπ.), η σταθερή ανάκαμψη του τουρισμού, η άνοδος της αξίας των ακινήτων και του χρηματιστηρίου. Ισχύει, βέβαια, εδώ η επιφύλαξη ‘’pourvu que ca dure’’, όπως είχε πει η μητέρα του Ναπολέοντα Λετίτσια Μποναπάρτε. Αρκεί να διατηρηθεί … και, γιατί όχι, να ενταθεί.
Τέταρτον, έχουν υλοποιηθεί ή δρομολογηθεί ορισμένες μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι πραγματικά ‘’εκ των ων ουκ άνευ’’ για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Μεταξύ αυτών : ο ψηφιακός μετασχηματισμός, χάρη στον οποίο καλύψαμε αρκετό από το χαμένο (λόγω των καθυστερήσεων του παρελθόντος) έδαφος. Η μείωση μίας σειράς φορολογικών συντελεστών σε συνδυασμό με την προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Η επιλογή διοικήσεων νοσοκομείων και άλλων φορέων του δημοσίου βάσει πιο αξιοκρατικών διαδικασιών. Η επιστολική ψήφος. Η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Η αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη και ορισμένων διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας. Η κατασκευή έργων υποδομών (γραμμή 4 του μετρό Αθήνας, βόρειος οδικός άξονας Κρήτης κ.α.). Η στροφή προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Είναι αυτά αρκετά; Και είναι διατηρήσιμα; Οι απαντήσεις δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατες. Σε επίπεδο πολιτικής επιλογής είναι απόλυτα σαφές ότι η υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη Νέα Δημοκρατία αποτελεί ουσιαστικά τη μόνη επιλογή κάθε σκεπτόμενου ψηφοφόρου. Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνουν σταθερά οι διεξαγόμενες δημοσκοπήσεις που δείχνουν και το αδιέξοδο των λοιπών κομμάτων και απο-κομμάτων. Τα όποια αξιόλογα επιτεύγματα, όμως, όπως είναι τα προαναφερθέντα, πρέπει και να διατηρηθούν και να αυξηθούν. Τί απαιτείται προς αυτή τη κατεύθυνση ;
Στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες, το κράτος είναι υπερβολικά ισχυρό εκεί που θα έπρεπε να είναι αδύναμο και πολύ αδύναμο εκεί που θα έπρεπε να είναι ισχυρό. Στον τομέα της ασφάλειας, για παράδειγμα, το κράτος θα έπρεπε να είναι πολύ περισσότερο ‘’παρόν’’, με κάμερες σε όλους τους δημόσιους χώρους και στις στολές των αστυνομικών και με πολύ περισσότερες φυλακές / σωφρονιστικά καταστήματα (που θα μπορούσαν να γίνουν με συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), ώστε να μη χρειάζεται η απόλυση εγκληματιών λόγω υπερβολικού ‘’συνωστισμού’’. Στον τομέα της δικαιοσύνης, είναι αδήριτη ανάγκη η επιτάχυνση και η βελτίωση της ποιότητας απονομής της με αύξηση αιθουσών, δικαστικών υπαλλήλων, χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων, επιμήκυνση ωραρίων, αλλαγή δικονομικών διατάξεων, ουσιαστική αξιολόγηση δικαστών.
Αντιθέτως, στην εκπαίδευση χρειάζεται αισθητά λιγότερη κρατική παρουσία και παροχή μεγαλύτερης αυτονομίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες (και όχι μόνο στην τριτοβάθμια). Στην οικονομία, εξ άλλου, το κράτος θα έπρεπε να περιορισθεί κατά βάση στο ρυθμιστικό του ρόλο, στη δημιουργία συνθηκών για την προσέλκυση επενδύσεων και στην τόνωση του ανταγωνισμού, αποφεύγοντας τις πολλές – και, κατά κανόνα, επιβλαβείς – παρεμβάσεις. Παράλληλα, είναι ανάγκη να θεσπίσει για τον εαυτό του και να τηρήσει αυστηρότερους δημοσιονομικούς κανόνες (και με συνταγματικές διατάξεις), ώστε να μη κινδυνεύσει η δημοσιονομική ισορροπία εάν η διακυβέρνηση περιέλθει, ο μη γένοιτο, στα χέρια ένθερμων (και όχι απλώς χλιαρών) κρατιστών.
Συμπέρασμα: η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει ήδη προσφέρει σπουδαίο έργο. Αν κινηθεί με τόλμη και με ταχύτητα προς τις προαναφερθείσες κατευθύνσεις, μπορεί να αφήσει ανεξίτηλο ιστορικό στίγμα.