Η τραγωδία στα Τέμπη που στοίχισε την ζωή σε τουλάχιστον 57 ανθρώπους και ειδικότερα σε νέους, αναπόφευκτα αλλάζει τα σχέδια της κυβέρνησης για τις επερχόμενες εκλογές, όπως αλλάζει και τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις.
Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι και διαφορετικά τα πράγματα με την βαριά ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί. Ο θρήνος των συγγενών των θυμάτων, οι συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, κάποιες ίσως αυθόρμητες και κάποιες άλλες «αυθόρμητες», με κόκκινες σημαίες και παλούκια στα χέρια, δίνουν μεταξύ άλλων και το στίγμα της επόμενης μέρας.
Ο θυμός των περισσοτέρων είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Όπως και οι πολιτικές ευθύνες που είναι διαχρονικά τεράστιες. Αναπόφευκτα και οι παθογένειες της ελληνικής υποκουλτούρας, που πήραμε ως προίκα από την μεταπολίτευση και μετά, επανεμφανίστηκαν πλέον ξεκάθαρα μπροστά μας με τον πιο σκληρό και δυσάρεστο τρόπο. Παρόλα αυτά, για να μην οδηγηθούμε ξανά σε αδιέξοδα, οι λύσεις θα πρέπει να ζητηθούν κυρίως από την παρούσα κυβέρνηση, η οποία άλλωστε παρουσιάστηκε από την πρώτη στιγμή ως η εγγυήτρια δύναμη διαρθρωτικών αλλαγών.
Δυστυχώς, το δυστύχημα στα Τέμπη, φαίνεται πως ορισμένοι το βλέπουν ως μια καλή ευκαιρία για την πολιτική τους ανάνηψη, ενώ άλλοι δείχνουν διαθέσιμοι να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση χρόνιων παθογενειών. Ωστόσο, όλοι θα κριθούν από τις ενέργειες τους και όχι από τις καταγγελτικές δηλώσεις τους ή τους απολογητικούς τους λόγους.
Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να αντιλαμβάνονται σε μεγάλο βαθμό το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος και την σοβαρότητα της κατάστασης, επιδεικνύοντας από την πρώτη στιγμή, υπευθυνότητα. Χαρακτηριστικά, αμέσως μετά την είδηση του δυστυχήματος, η κυβέρνηση κινητοποίησε όλους τους απαραίτητους φορείς και πόρους για τη διάσωση των επιβατών, χωρίς καθυστερήσεις και θεατρινισμούς. Επίσης, δόθηκε εντολή για την έρευνα του ατυχήματος και για την αναβάθμιση του συστήματος ασφαλείας στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Η κυβέρνηση επίσης ανταποκρίθηκε στο αίτημα της κοινής γνώμης για δικαιοσύνη και δίκαιη αποζημίωση για τα θύματα και τις οικογένειές τους.
Πολλά θα μπορούσαν να είχαν ήδη αλλάξει και ακόμη περισσότερα θα είχαν αποφευχθεί, αν όλοι στο κυβερνών κόμμα είχαν την ίδια μεταρρυθμιστική φιλοσοφία ευθύνης και αφοσίωσης, αν οι κάλπες είχαν βγάλει μόνο πρόσωπα που έχουν ισχυρή διάθεση για καίριες αλλαγές.
Αλλά ακόμη και έτσι να είχε συμβεί, κανείς δεν πιστεύει σε θαύματα από την μια μέρα στην άλλη, ούτε πιστεύει πως διορθώνονται ή αλλάζουν έτσι εύκολα παθογένειες και νοοτροπίες δεκαετιών με μια πρώτη διαχείριση. Ούτε κανείς σοβαρός άνθρωπος πιστεύει πως θα πάψουν να γίνονται ατυχήματα. Ατυχήματα θα γίνονται, όπως έγινε άλλωστε και πριν λίγο καιρό στην Ολλανδία, όπου τρένο εκτροχιάστηκε όταν συγκρούστηκε με μηχάνημα έργου που βρισκόταν πάνω στις σιδηροτροχιές. Παρόλα αυτά, οι πρώτες ενέργειες από πλευράς κυβέρνησης δείχνουν πως υπάρχουν αρκετοί στη γαλάζια παράταξη που διαθέτουν την πολιτική βούληση για ουσιαστική αλλαγή.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας εξέφρασαν μεν τη συμπάθειά τους προς τα θύματα και τις οικογένειές, καθώς και την προθυμία τους να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του ατυχήματος, χωρίς ωστόσο να μπορούν να αφήσουν στην άκρη την πεπατημένη της καταστροφολογίας. Εξέφρασαν επίσης την ανάγκη για μια συνολική αναθεώρηση των πολιτικών ασφαλείας στις μεταφορές και την ανάγκη για την προώθηση σχετικών μέτρων, παρουσιάζοντας μάλιστα και ένα σχέδιο. Σχέδιο που φαίνεται ωστόσο πως ετοιμάστηκε γρήγορα για να μην χάσει η αξιωματική αντιπολίτευση την ευκαιρία να παρουσιαστεί επικοινωνιακά ως σοβαρή και υπεύθυνη.
Στις εκλογές της 21ης Μαΐου ο κόσμος ουσιαστικά καλείται να ψηφίσει εκείνον που δείχνει περισσότερο έτοιμος να αντιμετωπίσει με πραγματική σοβαρότητα αυτές τις παθογένειες δεκαετιών και έχει την πολιτική τόλμη να συγκρουστεί με την μεταπολιτευτική υποκουλτούρα που έχει ριζώσει για τα καλά στην χώρα.
Δυστυχώς, η αξιωματική αντιπολίτευση και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας δεν πείθουν πως οι προθέσεις τους είναι ειλικρινείς. Επιμένουν στην πολιτική των αφορισμών και της καταστροφολογίας, επιμένουν σε επικοινωνιακά τρικ με σχέδια αντιμετώπισης fast track και επιμένουν σε μια πολιτική αντιπαράθεση που είναι ξεπερασμένη.
Ωστόσο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση του δεν μπορούν να επαναπαυθούν, επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αρκείται σε πολιτικά πυροτεχνήματα της στιγμής. Ακόμη περισσότερο, η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές, όλα δείχνουν πως έχει πλέον την ιστορική ευθύνη να διαδραματίσει καίριο ρόλο για ριζικές κοινωνικές αλλαγές. Αλλαγές που θα μπορέσουν να πραγματοποιηθούν μόνο με πλήρης συστράτευση των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων που επιμένουν να οραματίζονται μια διαφορετική Ελλάδα.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός άλλωστε, από την πρώτη στιγμή δημιούργησε προσδοκίες θέτοντας τον πήχη ψηλά. Όταν την ίδια ώρα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, η αντιπολίτευση εξακολουθεί να αδυνατεί να αρθρώσει σοβαρή πολιτική κριτική.
Κατά συνέπεια, προκύπτει ξεκάθαρα ότι, η ευθύνη της επόμενης κυβέρνησης μεγαλώνει ακόμη περισσότερο. Ούτε οι πρωτοφανείς κρίσεις που είχε να αντιμετωπίσει η παρούσα κυβέρνηση δικαιολογούν πλέον άλλες καθυστερήσεις. Δεν δικαιολογούν καμία άλλη συστράτευση με το ξεπερασμένο, καμία συστράτευση με το οπισθοδρομικό και καμιά άλλη μικρομομματική διαχείριση.