Τη χρονιά που αφήσαμε πίσω μας, η Ελλάδα συμπλήρωσε 200 χρόνια από την πρώτη φλόγα ελευθερίας, που στόχο είχε τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 22 Ιανουαρίου 1830 (3 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο) υπογράφτηκε από τις Δυνάμεις και την Οθωμανική αυτοκρατορία το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Έμεινε γνωστό ως Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας, το οποίο ήταν και η πρώτη διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την ύπαρξη ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Από τότε μέχρι τώρα, το ελληνικό κράτος κατάφερε να επεκτείνει διαδοχικά τα σύνορα του, να απαιτήσει και τελικά να κερδίσει ένα πιο φιλελεύθερο Σύνταγμα και ταυτόχρονα να αναπτύξει το εκπαιδευτικό του σύστημα και να σημειώσει αξιόλογα βήματα προόδου στον τομέα της οικονομίας.
Ωστόσο, παρόλο που η χώρα φαίνεται πως έκανε σημαντικά άλματα ανάπτυξης, δεν έχει καταφέρει έως και σήμερα να γίνει μια κανονική, σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα. Ίσως τα πράγματα να ήταν πολύ χειρότερα αν το ελληνικό κράτος δεν άνηκε στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Δυστυχώς, μέχρι και σήμερα το κράτος μας, σχεδόν νομοτελειακά, μοιάζει να πολεμάει μονίμως με τις παθογένειες του.
Βασική αιτία της αποτυχίας του ελληνικού κράτους δεν είναι άλλη από την περιρρέουσα νοοτροπία που επικρατεί στην ελλαδική κοινωνία. Μια πελατειακή νοοτροπία που είναι τρομερά δύσκολο να μετασχηματισθεί. Μια καθαρά ρουσφετολογική αντίληψη προς ικανοποίηση συντεχνιών, πελατειακών διατάξεων που κάθε φορά εξυπηρετεί αποκλειστικά τα «δικά μας παιδιά» και τους «φίλους μας».
Πρόκειται για μια ιστορία επαναλαμβανόμενης τρέλας που έχει ξεκινήσει εδώ και δυο αιώνες και δεν λέει να τελειώσει. Αυτό ακριβώς άλλωστε, επιχειρεί να καλύψει ο δημοσιογράφος και διανοούμενος Βασίλης Ραφαηλίδης, στο βιβλίο του, «Ιστορία κωμικοτραγική του Νεοελληνικού Κράτους». Γράφει λοιπόν, χαρακτηριστικά ο Βασίλης Ραφαηλίδης στο βιβλίο του, που εκδόθηκε το 1993.
“Άλλωστε, μ’ ένα φελλό μπορείς να βουλώσεις τρύπες. Π.χ., την τρύπα που δημιουργεί στο πορτοφόλι σου ο προς το παρόν αδιόριστος στο δημόσιο γιος σου. Που αν, μάλιστα, ο βολευτής βουλευτής τον βολέψει σε καμιά εφορία, έλυσε το πρόβλημά του με τον καλύτερο για Έλληνα τρόπο. Μια χώρα απατεώνων αποκλείεται να μην την κυβερνούν απατεώνες. Η δημόσια απάτη στην Ελλάδα έχει ιδιωτική βάση. Τη θέλει ο λαός και τη στηρίζει ο λαός. Αρκεί να διαρρεύσει πως είσαι έντιμος, για να μην εκλεγείς βουλευτής. Πώς να βουλώσει την τρύπα σου στο πορτοφόλι, τη συνείδηση και το μυαλό ένας έντιμος άνθρωπος; Ψηφίζουμε φελλούς γιατί χρειαζόμαστε φελλούς”.
Έχουν περάσει δηλαδή, σχεδόν 30 χρόνια από τότε που εκδόθηκε το βιβλίο και είναι σαν να περιγράφει σημερινά γεγονότα, πράγματα που συμβαίνουν τώρα, απλά με διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Δυστυχώς, η ίδια η ιστορία αποδεικνύει ότι στην χώρα μας, η κομματοκρατία ιδιοποιείται το κράτος και τις λειτουργίες του. Από την εποχή του Καποδίστρια και των κοτζαμπάσηδων που η κομματοκρατία με την μορφή μιας μικρής ολιγαρχίας προεστών που λειτουργούσαν ως αιρετοί μονάρχες της Υψηλής Πύλης, καταδυνάστευαν του Έλληνες. Μέχρι και τις μέρες μας που τα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία στηρίζουν την πολιτική τους στις πελατειακές σχέσεις. Μια κάστα δηλαδή προσκείμενων και ημέτερων στην εξουσία που ωφελούνται από το κομματικό κράτος. Κυρίως, προνομιούχοι υπάλληλοι του δημοσίου, πρόωρα συνταξιοδοτούμενοι και διάφοροι άλλοι κομματικοί ευνοούμενοι αποτελούν κάθε φορά τους κρατικοδίαιτους κομματικούς στρατούς.
Παρόλο βέβαια, που λίγο ως πολύ, οι περισσότεροι καταλαβαίνουμε πως είναι πλέον ζήτημα εθνικής επιβίωσης να βγει η χώρα από την αντίληψη του πελατειακού κράτους, δεν φαίνεται να έχουν γίνει μέχρι σήμερα σπουδαία πράγματα. Συνεχίζουμε μέχρι και σήμερα να λειτουργούμε με όρους κοτζαμπασισμού και με την νοσηρή νοοτροπία πελατειακών διορισμών και ακαταλόγιστης σπατάλης της εθνικής περιουσίας.
Μιας νοοτροπίας που επανεισήγαγε στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ και η συνδικαλιστική Αριστερά, αλλά βόλεψε ωστόσο κομμάτι της Δεξιάς, ενώ ταυτόχρονα όσες μεταρρυθμιστικές, υγιείς δυνάμεις διαθέτει η χώρα παραμένουν ουσιαστικά άτολμες. Κατά βάση πρόκειται για λαϊκιστές που άλλοτε δημιουργούν τεχνητή πόλωση και διχασμό και άλλοτε συσπειρώνονται για να διατηρήσουν το πελατειακό καθεστώς.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι, όσο έννοιες όπως αξιοκρατία και αξιολόγηση θα αποτελούν πεδίο κομματικών διαφωνιών, η έξοδος της χώρας από την πελατειακή αντίληψη θα παραμένει σε εκκρεμότητα. Όσο δηλαδή θα επικρατεί η αντίληψη πως η γνωριμία είναι σημαντικότερη από την αξία, τόσο θα συντηρείται το πελατειακό καθεστώς.
Για την παθογένεια του Ελληνικού πελατειακού κράτους, είχε γράψει με εξαιρετική ευστοχία, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο οποίος απεβίωσε το 1904.
«Παραιτούμενοι σήμερον ανώφελους αγώνος, παρηγορούμεθα δια της εξής σκέψεως, ότι πάντα ανεξαιρέτως τα έθνη κατά περίοδον τινά του βίου των υπέστησαν αισχρόν τινά ζυγόν. Κατά τον δέκατο πέμπτον αιώνα εδέσποζον εν Ισπανία οι Ιεροεξετασταί, κατά τον δέκατον έκτον οι δολοφόνοι εν Ιταλία και κατά τον δέκατον όγδοον εν Γαλλία αι πόρναι. Ούτω και παρ’ ημίν σήμερον αι βδέλλαι του προυπολογισμού.
Παράδοξον θέλει φανή εις πολλούς, αλλ’ εντούτοις είναι αληθές και το εξής, ότι οι απαρτίζοντες την φθοροποιόν ταύτην αγέλην δεν είναι ως επί το πολύ, κακοί άνθρωποι. Οι εις Αφρικήν περιηγηταί, περιγράφουσι φυλάς τινας ανθρωποφάγων, οίτινες είναι κατά τα άλλα τίμιοι, ήμεροι, φιλόξενοι και περιποιητικοί, μόνον ελάττωμα έχοντες την κακήν συνήθειάν να τρώγωσιν ανθρώπινον κρέας, ως οι ημετέροι κηφήνες να ροφώσι τον ιδρώτα του λαού».
Ο Ροΐδης με τον δηκτικό του τρόπο περιέγραφε τότε, την διεφθαρμένη και ανίκανη πελατειακή δημόσια διοίκηση που εξακολουθεί να υφίσταται μέχρι και σήμερα. Παθογένειες που συναντάμε από την τοπική αυτοδιοίκηση και το ευρύτερο δημόσιο έως τη νομοθετική και τη δικαστική εξουσία. Παθογένειες, οι οποίες δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα να τελειώνουν σύντομα, αλλά συντελούν στις συνθήκες για ένα αβέβαιο μέλλον.