Στις 7 Ιουλίου 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πέτυχε μια μεγάλη νίκη και για κάθε σκεπτόμενο πολίτη που έζησε τον εφιάλτη των προηγούμενων πέντε ετών ήταν μια ήμερα χαράς και ανακούφισης.
Από το πρώτο υπουργικό συμβούλιο μάλιστα, ο πρωθυπουργός έδωσε το στίγμα της κυβέρνησης του και το μεταρρυθμιστικό του πλάνο. Υψηλή και διατηρήσιμη ανάπτυξη, μετασχηματισμός του δημοσίου, καταπολέμηση της ανομίας και του λαϊκισμού.
Από εκείνη την ημέρα ωστόσο, έχουν περάσει περισσότερο από είκοσι μήνες και σε όλο αυτό το διάστημα, παρά τον όποιο αρχικό σχεδιασμό που υπήρχε, η κυβέρνηση καλέστηκε να αντιμετωπίσει εμβόλιμα μια ιστορικά πρωτοφανή κρίση, σε τέσσερα διαφορετικά μέτωπα. Πανδημία, ύφεση, ελληνοτουρκικά, μεταναστευτικό.
Μια πρώτη εξήγηση για τους λόγους της πολυεπίπεδης αυτής κρίσης και για όλα τα κακά που μας βρήκαν και παπαγάλιζαν χάριν αστεϊσμού διάφοροι κατευθυνόμενοι χρήστες των ΜΚΔ, είναι πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως απόγονος του αείμνηστου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είναι εκ φύσεως «γρουσούζης» και σε αυτόν οφείλονται όσα συμβαίνουν στην χώρα. Μεταξύ σοβαρού και αστείου δηλαδή, εντόπιζαν το πρόβλημα στην «γρουσουζιά» του πρωθυπουργού και ως εκ τούτου κρινόταν αυτομάτως και ακατάλληλος για να κυβερνήσει την χώρα.
Προφανώς, κάθε σοβαρός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει, υπέρ ή κατά μιας τόσο καταφανέστατα ανόητης εξήγησης. Ούτε καν να ασχοληθεί, παρά μόνο να μειδιάσει και να προχωρήσει παρακάτω. Στο σημείο αυτό βέβαια, είναι που ξεκινάει συνήθως και ριζώνει το μικρόβιο του χειρότερου λαϊκισμού και σιγά σιγά γιγαντώνεται απολαμβάνοντας μια μικρή πρώτη νίκη.
Επί της ουσίας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη στους μήνες που πέρασαν, διαχειρίστηκε τέσσερις διαφορετικές κρίσεις και όχι μόνο δεν υπέστη φθορά, αλλά σήμερα εμφανίζεται και ενισχυμένη.
Τα ίδια παπαγαλάκια ωστόσο, αντιλαμβανόμενοι τις εξελίξεις, χωρίς καμία συνέπεια ούτε στην ανοησία, άλλαξαν αμέσως θέση και ξεκίνησαν να λένε πως ο πρωθυπουργός ήταν απλά πολύ τυχερός και του βγήκαν οι χειρισμοί που επέλεξε.
Είναι πέρα ως πέρα ξεκάθαρο, πως ο αντιπολιτευτικός λόγος που επιχειρούν να αρθρώσουν κόκκινα, πράσινα, αλλά και ορισμένα γαλάζια παπαγαλάκια, αυτά δηλαδή που κατέβηκαν από το τρένο, στερείται ουσίας και στο σύνολο του δεν απέχει από την «ελαφριά» μεν, αλλά βαθιά λαϊκίστικη προσέγγιση περί «γρουσουζιάς». Δυστυχώς, για το πολιτικό σύστημα, τόσο η μείζων αντιπολίτευση, όσο και η ελάσσων, φαίνεται να διακατέχονται από αδυναμία να εκφράσουν σοβαρό και πειστικό πολιτικό λόγο. Κινούνται μεταξύ λαϊκισμού και τοξικότητας, εκφράζοντας κατά κύριο λόγο πολιτικούς τυχοδιώκτες, περιθωριακούς και ακραίους.
Στο υπό εκκόλαψη σχέδιο συμπόρευσης αριστερών αποκομμάτων, σοσιαλιστικών συμπληρωμάτων τους και άεργων γαλάζιων, η κοινή τους σημαία γράφει μόνο μια λέξη. «Λαϊκισμός».
Κατά συνέπεια, ο μόνος εχθρός που θα μπορούσε να έχει η σημερινή κυβέρνηση, που διαχειρίζεται μια υγειονομική κρίση που συναντάμε κάθε εκατό χρόνια, μια κρίση συντονισμένης εισβολής που δεν έχουμε ξαναδεί και την ίδια στιγμή επιχειρεί να βάλει κανόνες στο μεταναστευτικό, αλλά και να εξαρθρώσει κάθε άνδρο ανομίας, είναι η προϊούσα έπαρση και η αλαζονεία εξαιτίας της ανυπαρξίας και της τοξικότητας της αντιπολίτευσης.
Κατά συνέπεια, το μόνο δίλλημα, στο οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε εμείς, ως απλοί και σκεπτόμενοι πολίτες, δεν είναι άλλο από το «μεταρρυθμίσεις ή λαϊκισμός» και όχι φυσικά πόσο γρουσούζης είναι ο πρωθυπουργός μας.