Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η οικονομία είναι ένας τομέας που μπορεί να οργανωθεί και να λειτουργήσει σύμφωνα με κάποιο σύστημα (π.χ. φιλελεύθερο, σοσιαλιστικό) και η πολιτική αποτελεί επίσης ένα τομέα που μπορεί να λειτουργήσει σύμφωνα με κάποιο σύστημα (π.χ. δημοκρατικό, δικτατορικό) και ότι είναι δυνατόν οποιαδήποτε επιλογή συστήματος στον οικονομικό τομέα να συνυπάρξει με οποιαδήποτε επιλογή συστήματος στον πολιτικό τομέα.
Πρόκειται, βεβαίως, περί λάθους. Όπως θα δείξουμε με συνοπτικό τρόπο στη συνέχεια του παρόντος άρθρου, η επιλογή του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας – εντός, βεβαίως, ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου, με όσο το δυνατόν λιγότερους αλλά απαραίτητους περιορισμούς και ρυθμίσεις, – αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την ύπαρξη πολιτικής ελευθερίας σε μία χώρα.
Πολλοί, επίσης, άνθρωποι δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας, τους νόμους της “αγοράς”. Η αλήθεια είναι ότι το σοσιαλιστικό σύστημα (ή, άλλως, ο κρατισμός στις διάφορες μορφές του) είναι πολύ πιο απλό στη σύλληψή του. Το βασικό επιχείρημα υπέρ αυτού είναι ότι εάν η πολιτική και η οικονομική εξουσία δοθούν σε κατάλληλους (δίκαιους και ικανούς) ανθρώπους, αυτοί θα πάρουν τις σωστές αποφάσεις, που θα οδηγήσουν σε αύξηση γενικής ευημερίας.
Το βασικό επιχείρημα υπέρ της ελεύθερης οικονομίας είναι πολύ πιο λεπτό και δυσνόητο: λέγει, περίπου, ότι εάν αφήσετε τα άτομα να επιδιώξουν τα δικά τους συμφέροντα, αυτά θα τείνουν, σαν να καθοδηγούνταν από ένα αόρατο χέρι, να προωθήσουν τη γενική ευημερία πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι εάν είχαν οργανωθεί για να επιδιώξουν απ’ ευθείας αυτό το σκοπό. Και πράγματι, η σύγκριση των οικονομικών και πολιτικών επιδόσεων μεταξύ χωρών με διαφορετικό βαθμό οικονομικής ελευθερίας, αποδεικνύει ότι το αόρατο χέρι της αγοράς είναι πιο ισχυρό και επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα από το πολύ πιο ορατό και βαρύ χέρι του κρατισμού.
Στο επιδραστικό βιβλίο τους “Γιατί Αποτυγχάνουν τα Έθνη” οι Daron Acemoglu και James A.Robinson παραθέτουν πολλά παραδείγματα χωρών που ευημερούν και άλλων που δυστυχούν και επισημαίνουν ότι είναι οι εκάστοτε ισχύοντες οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί που κάνουν τη διαφορά. Οι θεσμοί αυτοί διαμορφώνουν κίνητρα για τα άτομα, τους επιχειρηματίες και τους πολιτικούς. Οι οικονομικοί θεσμοί διαμορφώνουν τα οικονομικά κίνητρα ώστε οι πολίτες να μορφώνονται, να αποταμιεύουν, να επενδύουν, να καινοτομούν, να προσαρμόζονται στις νέες τεχνολογίες κ.ο.κ. Οι πολιτικοί θεσμοί καθορίζουν τη δυνατότητα των πολιτών να επιλέγουν τους πολιτικούς εκπροσώπους τους, να τους ελέγχουν και να επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται. Αυτή η δυνατότητα, με τη σειρά της, καθορίζει αν οι πολιτικοί είναι εκπρόσωποι των πολιτών σε ικανοποιητικό βαθμό ή αν μπορούν να καταχρώνται την εξουσία ή, ακόμη, να την σφετερίζονται. Καλώς ή κακώς, είναι η πολιτική και οι πολιτικοί θεσμοί που καθορίζουν ποιους οικονομικούς θεσμούς έχει μία χώρα, οι οποίοι συνεπακόλουθα επηρεάζουν τα κίνητρα και τη συμπεριφορά των ατόμων στην πραγματική ζωή και, τελικά, σφυρηλατούν την επιτυχία ή την αποτυχία των εθνών.
Οι ανοικτοί οικονομικοί θεσμοί δημιουργούν ανοικτές αγορές, παρέχουν την ελευθερία στα άτομα να επιλέξουν το επάγγελμα που θα ακολουθήσουν, διευκολύνουν τις εμπορικές συναλλαγές σε παγκόσμια κλίμακα, ενθαρρύνουν την καινοτομία και, γενικότερα, την ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας μέσω προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας, τήρησης των συμβάσεων και ενθάρρυνσης της επιχειρηματικότητας.
Οι πολιτικοί θεσμοί καθορίζουν τον τρόπο που επιλέγεται μία κυβέρνηση αλλά και τις αρμοδιότητές της. Προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως ανοικτοί οι πολιτικοί θεσμοί πρέπει να επιμερίζουν την (πολιτική) ισχύ σε ένα ευρύ φάσμα της κοινωνίας και να θέτουν περιορισμούς στην άσκησή της. Πρέπει, ακόμη, να δημιουργούν μία κατάλληλη ισορροπία μεταξύ πλουραλισμού και συγκεντρωτισμού, γιατί άνευ του τελευταίου το κράτος δεν μπορεί να ασκήσει το ρόλο του εγγυητή του νόμου και της τάξης, με αποτέλεσμα ένας τόπος, αργά ή γρήγορα, να βυθίζεται στην ανομία και το χάος.
Κάθε μεταρρύθμιση που οδηγεί σε πιο ανοιχτούς οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς συμβάλλει στη δημιουργία μιας πιο ανοιχτής και, κατά συνέπεια, πιο ευημερούσας κοινωνίας. Στη χώρα μας, για παράδειγμα, η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών (και στο μέλλον, ιδιωτικών) πανεπιστημίων, η καθιέρωση επιστολικής ψήφου, το πλέγμα μέτρων για επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και έκτισης, μερικώς έστω, των επιβαλλόμενων δικαστικών ποινών, ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η αξιολόγηση ορισμένων κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων, η μείωση διάφορων φόρων, η παροχή δικαιωμάτων σε κατηγορίες ατόμων ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, σεξουαλικών προτιμήσεων κλπ., αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτήν της πιο ανοιχτής κοινωνίας.
Τα βήματα αυτά, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση των πολιτικών πυγμαίων που ηγούνται των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντίσταση στους πιο ανοιχτούς θεσμούς προέρχεται και από τα δύο άκρα ενός παρωχημένου πλέον πολιτικού φάσματος που καθορίζεται από τους δύο παραδοσιακούς πόλους, τη Δεξιά και την Αριστερά. Κατά κανόνα, όμως, συμπίπτουν στην προσπάθεια διατήρησης κλειστών οικονομικών θεσμών, που παγιώνουν τις θέσεις όσων επωφελούνται από την αρπαγή – και όχι την παραγωγή – πλούτου. Αυτοί είναι, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά, οι ιδιοτελείς πολιτικοί, οι ασύδοτοι συνδικαλιστές και οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες.
Η πραγματική διαχωριστική γραμμή, που διαπερνά οριζόντια την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, δεν είναι πλέον μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Είναι μεταξύ των δυνάμεων της ελευθερίας και του ορθολογισμού αφ’ ενός και των δήθεν ‘’προοδευτικών’’ που φοβούνται την πρόοδο αφ’ ετέρου. Μεταξύ αυτών διεξάγεται η αέναη πολιτική διαμάχη με διακύβευμα τη διαμόρφωση μιας ανοιχτής ή κλειστής κοινωνίας.