Σήμερα κλείνουν 10 ολόκληρα χρόνια από τον τραγικό θάνατο τριών νέων ανθρώπων που δολοφονήθηκαν άγρια στο χώρο εργασίας τους στον βωμό της μισαλλοδοξίας και του διχασμού. Πήγαν στη δουλειά τους και τους έκαψαν ζωντανούς. Ίσως αυτοί που τους πυρπόλησαν να είχαν την ίδια άποψη με κάποιους άλλους ότι «η εργασία είναι χολέρα». Την ώρα που άφηναν την τελευταία τους πνοή άκουγαν «αριστερά» συνθήματα, του τύπου «Να καείτε ζωντανοί».
Η συγκεκριμένη «επαναστατική πράξη» ήταν η απαρχή μιας παράλογης, και καταστροφικής περιόδου για την χώρα μας. Ήταν η εποχή του «αντιμνημονιακού» αγώνα, των «γερμανοτσολιάδων», του «go back Μerkel» και του «ή εμείς ή αυτοί». Πνίγηκαν από τους καπνούς του φανατισμού, τον οποίον κάποιοι τον καλλιέργησαν έκτοτε συστηματικά για να διχάσουν την κοινωνία μας και να ανέλθουν στην εξουσία.
Δέκα χρόνια μετά, οι φυσικοί αυτουργοί είναι ακόμα ελεύθεροι. Οι Δημοκρατίες όμως, διακρίνονται για τη μνήμη των πολιτών απέναντι σε τέτοια γεγονότα κι την ικανότητα του Κράτους να απονέμει Δικαιοσύνη. Δεν υπήρξε ποτέ δικαίωση για τους νεκρούς και τις οικογένειές τους. Δεν είναι μόνο ότι δεν βρέθηκαν και πιθανόν να μην βρεθούν ποτέ οι δολοφόνοι, είναι ότι η πολιτεία μέχρι σήμερα δεν αναγνώρισε ότι οι φόνοι αυτοί την αφορούσαν.
Η 5η Μαΐου δεν καθιερώθηκε ως Ημέρα Μνήμης, ώστε να μπορέσουμε να πάμε παρά κάτω, χωρίς πρώτα να έχουμε ξεχάσει. Η πολιτεία σήμερα έχει υποχρέωση να πολεμήσει αυτή τη λήθη, τώρα που τα διχαστικά μηνύματα αποτελούν παρελθόν, τώρα που η κοινωνία στέκεται ενωμένη και κοιτάει μπροστά.